United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους.

Έρχονται ταχτικοί!. . . Να μην πης πως με είδες! — Ταχτικοί; — Να μη με μαρτυρήσης παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε! Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα 'ρθώ στο καλύβι σας . . .

Η Γκριζέντα τον βοήθησε να τ’ απλώσει επάνω στο χτιστό πάγκο, κατά μήκος του τοίχου, και σκούπισε η ίδια το δωματιάκι και έστρωσε το μικρό κρεβάτι, την ώρα που στο διπλανό καλύβι ακουγόταν ο Τζατσιντίνο να απαντά με σεβασμό και σχεδόν με δειλία στις ερωτήσεις που του έκαναν οι θείες του. «Μάλιστα κυρία, από την Τερανόβα με το ποδήλατο. Σιγά την απόσταση! Ένα πήδημα είναι!

Όσο πλησίαζε στο κτηματάκι, ανηφορίζοντας τη δημοσιά, άκουγε το παράπονο ενός ακορντεόν και νόμιζε ότι τον γελούσαν τ’ αυτιά του συνηθισμένα στους ήχους των πανηγυριών. Τόσα μακρινά πράγματα του έρχονταν στο νου και όλα τα φύλλα θρόιζαν τριγύρω για να τον χαιρετήσουν. Να η αιμασιά, να το ποτάμι, ο λόφος, το καλύβι.

Η Μαχώ εξύπνησε, και ανεσηκώθη επί της μαλλίνης τσέργας, εφ' ης ήτο πλαγιασμένη, — Τι έχεις, παιδί μου, και δεν κοιμάσαι είπε. Δεν έχεις ύπνο; — Όχι, όχι . . . είπεν ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό. — Πού τον άκουσες; — Εδώ έξω. — Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε . . . Έχει ένα σωρό πετεινάρια . . . θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου το σφάξω την Κυριακή . . . — Ακούς εκεί; Μακάρι . . .

Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές. Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.

Μήνα οι βράχοι εκεί είν' μεγάλοι κι οι γκρεμοί ψηλοί μην είνε; Σκοταδιάζει, βγήκαν τάστρα. 'Σ το καλύβι λάμπ' η πύρα. Τα βοσκόπουλο καθίζουν ολοτρόυρ' απ' τον ξένο, Κι' αρχινάη να διηγάται το τρανό: — 'Σ τα παλιά χρόνια, Κάποιος Βασιλιάς του τόπου μια μονάχη κόρην είχε. Κόρη αγνή σαν τη δροσούλα κι' ώμορφη σαν την αυγή. Δυο λεβέντες αντρειωμένους λάβωσεν η ωμορφιά της.

Να ήθελες να μας έκανες τη χάρι να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια Γαρουφαλιά; . . . . Εκείνη η πεθερά μου δε 'φελάει τίποτα, τι να σου κάμη; — Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση. . . είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού. Και μέσα της έλεγε — «Το ροιζικό μου είναι πλειο! Ωχ Θε μου»! — Ας νυχτώση . . . Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι. Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν.

Έβλεπε τον Έφις ν’ ανοίγει το καλύβι, να στρέφει και να τον καλεί με μια πονηρή χειρονομία, έπειτα να επιστρέφει κουβαλώντας κάτι κρυμμένο πίσω από την πλάτη και να γονατίζει κλείνοντάς του το μάτι. Ονειρευόταν;

Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται.