Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι, αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε . . . Τι να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη; Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο.

Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσειέν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Ένας μακρινός συγγενής μου το κρατούσε το χτήμα. Κανένας δεν το πίστευε, σαν ξανάρθα, πως είμουν ο μικρός εκείνος ο Δήμος εγώ. Έτυχε καλός ο Καντής, και τον πίστεψε το χριστιανό που μαρτύρησε πως με γνωρίζει από το κουτσό μου το πόδι, που τόσπασπα στο μεγάλο το σεισμό. Κ' έτσι το πήρα το χτήμα. Το ξαναφύτεψα τ' αμπέλι. Το διόρθωσα το καλύβι. Όλα τα ίδια φαίνουνται σαν και τότες.

Μια χειμωνιάτικη νύχτα, που το χιόνι στοιβαζότανε γύρω στην καλύβα, πέθανε η γυναίκα κι όταν μια μέρα σήμανε η ώρα και για το γέροντα, τα παιδιά κληρονομήσανε τα δυο σπιτάκια στην άκρη του δάσους, τη βάρκα και το ψαράδικο καλύβι κάτω στη θάλασσα. Μα στα βραχόνησα υπάρχουν κάποιες ιστορίες και μια από αυτές είναι κ' η ιστορία των μικρών κόκκινων σπιτιών στην άκρη του δάσους.

Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα πουλί που μεταναστεύει.

Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390 και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος. και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395 και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη, και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση• μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400 εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη• κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.

Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρήτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τρυγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρουφλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψοφίμια, όξω, όξω! Είταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κ' ήρθαμε να τις περάσουμε σαυτό το καλύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.

Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».

Έτσι γύριζε μέσα στην Πολιτεία, σκιάχτρο και σύχαμα, κάτω απ' την απονιά τουρανού και μες στην καταφρόνια των ανθρώπων η γρηάΔροσούλα. Μέσα στο καλύβι της ούτε καντήλι είχε να της φέξητουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίουςούτε φωτιά να πυρωθή, ούτε ψυχή να την κυττάξη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν