United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φωτεινή περιπατούσε συλλογισμένη· η λύπη της ήτο, διότι ο πατέρας της δεν είχε πλέον βάρκα, θα επήγαινε τώρα ως υπηρέτης εις άλλον ψαράν να εργάζεται με το ημερομίσθιον. Εσυλλογίζετο και τον παππού της... Ολομόναχος ο καϋμένος ο γέρος, καθώς είνε, να πονή και να μη μπορεί να κουνηθή!

Τόσο, που τη νύχτα εκείνηακοίμητη νύχτααναπετάχτηκε μιαν ώρα από το κρεββάτι, έκαμε ένα τσιγάρο, και πίνοντας το ανάκραζε ολομόναχοςΜωρέ στο διάβολο, και να γεννιούμουνα μπούφος! Όσα τούψελνε αυτή την πρωινή η Μιχάλαινα, κι ακόμη πιο χερότερα, τα είχε πωμένα ο ίδιος του εαυτού του χίλιες φορές αποβραδίς κι απονυχτίς.

Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε.

Παλικαράς όντας κι αγαπημένος από τους παλιούς του συντρόφους, μόλις τους φώναξε να παρατηθούν από την προδοσία και τους μαλάκωσε. Παίρνει τότες την αρχηγία του στρατού ο γέρος ο Ορβέτιος, παλιός στρατηγός του Μεγάλου Κωσταντίνου, κ' ύστερ' από μερικά τσουγκρίσματα με τους συνωμότες απόμεινε ο Προκόπιος ολομόναχος.

Δόσε μου τ’ άνθη. Πήγαινε, και κάμε όπως είπα. ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, καθ' εαυτόν. Φοβούμαι ολομόναχος ‘ς τους τάφους· πλην θα μείνω. ΠΑΡΙΣ Σκορπίζω άνθη, άνθος μου, ‘ς την νυμφικήν σου κλίνην, αλλοίμονον, με χώματα στρωμένην και με πέτραις! Ταις νύκταις με ροδόσταγμα εγώ θα την ραντίζω, κι' αν λείψη το ροδόσταγμα, με δάκρυα πικρά μου.

Μα βέβαια πως τα μάτια του τα ωραία και τα συλλογισμένα, θα τα θόλωσε λύπη ακόμα πιο πικρή παρά τη βραδειά που τον είδα, την ώρα τη θλιβερή, που από την Ελλάδα μακριά μακριά, έμεινε ολομόναχος, παραιτημένος, καταφρονεμένος, την ώρα που κατάλαβε τον τόπο τον αχάριστο και που για πάντα σβήσανε τα μάτια του τα μεγάλα. Θαρρώ πως κάποιο χρέος να τα θυμάται έχει σήμερις κ' η Ελλάδα.

Ολομόναχος θα ήτον, αν δεν εβαστούσε στην αγκαλιά του μία μικρή κορασίδα. — Τον είδες από σιμά; — Όπως σας βλέπω, αφέντη. — Εκείνος σε είδε; — Θα με είδε. — Και δεν του ωμίλησες; — Εφοβήθηκα, αφέντη. — Τι εφοβήθηκες; — Μου φάνηκε σαν έξω απ' εδώ, αφέντη. — Και έφυγεν απ' εκεί; — Έφυγε. — Τον είδες πού διευθύνετο; — Τον είδα. — Ώστε ειξεύρεις τώρα πού είνε; — Δεν ξέρω, αφέντη.

Πολύ του κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή- μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την έρημη. . . Στη θεια Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή.

Πηγαίνω και γω κάποτες να διώ, τρέχω με τους άλλους, και μάνι μάνι γυρίζω πάλε σπίτι με το βαποράκι που κατεβαίνει τον ποταμό. Τέτοια κ' η ζωή μου. Έρχουμαι από τα πανηγύρια κι από τις χαρές, και να που βρέθηκα με μιας ολομόναχος στην έρημη τη σπηλιά. Κατοικούσα παλάτι λαμπρό· το είχα χτίσει ο ίδιος. Έβαλα μέσα πλούτο και θησαβρούς, έβαλα χρυσές ελπίδες και μάνταλο χρυσό. Έβαλα μέσα ό τι είχα.

Εγέμιζε κλάψες και θρηνωδίες γύρω τον αέρα, που σπάραζαν την καρδιά κ' εσήκωναν την τρίχα. Ένα, ένα τάλλα τα βόιδα διάβαιναν τόρα το στενό. Πάτησαν τη θηλιά κατάστρατα απλωμένη, κ' εξεστράτισαν μες τις ελιές, λαφιασμένα στο μακελιό περίγυρα. Ο Λιάρος απόμεινε ολομόναχος, σκλαβωμένος. Ήρθε κ' η αράδα του!