Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Άλλοι μας, κι άλλοι μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς! — Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της κάνει ο Πανάγος. Μωρό παιδί δεν είμαι, να με σκιάζης δα και με τέτοιες κοροϊδίες. Κι από μένα καλλίτερα το ξέρεις πούθε έρχεται η Ασήμω. — Ναι.

Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας; — Ακούς λέει; και τι καλλίτερο. Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο.

Τώρα που είσ' εδώ, κόρη μου, της λέει γελαζούμενα ο Επίτροποςπου σαν κοσμογυριστής που είτανε βρήκε καιρό να καμαρώση και την αγγελική ομορφιά της, — τώρα που είσ' εδώ, πες μας, να σε χαρώ μια κ' είναι μαζί μας κι ο Δάσκαλος· τι σ' έκαμε και πήγες κ' είπες πως ο Πανάγος τα είχε ψημένα με τη Μιχάλαινα; Το γύρισε ο Επίτροπος από την υποψία στη βεβαιότητα, να την πιάση.

Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.

Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που είμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τάχει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που είτανε να την πάρη γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που είταν ανήλικος, που να μην τόσωνε να χρονιάση.

Ύστερ' απ' αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο Πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είνε κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κ' οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως είταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα!

Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης! Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος.

Τόσο, που τη νύχτα εκείνηακοίμητη νύχτααναπετάχτηκε μιαν ώρα από το κρεββάτι, έκαμε ένα τσιγάρο, και πίνοντας το ανάκραζε ολομόναχοςΜωρέ στο διάβολο, και να γεννιούμουνα μπούφος! Όσα τούψελνε αυτή την πρωινή η Μιχάλαινα, κι ακόμη πιο χερότερα, τα είχε πωμένα ο ίδιος του εαυτού του χίλιες φορές αποβραδίς κι απονυχτίς.

Λες και σαν ορθόκορμη κι αρματωμένη Αθηνά σταθηκε μπροστά στον Πανάγο άμα τον είδε κ' έμπαινε στο χαμώγι, και μετρώντας τον πατόκορφα με τα θεογάλανα εκείνα τα μάτια της, μόνο που δεν τον έτρωγε καθώς του φώναζε η αρχοντικιά, η ασπρόδερμη κ' η φεγγαροπρόσωπη η Μιχάλαινα. — Τι 'ναι μαθές αυτά που αντιλαλήξανε πάλε μέσα στον κόσμο! Δεν είναι καμώματ' αυτά, και να λείψης.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν