Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που είμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τάχει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που είτανε να την πάρη γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που είταν ανήλικος, που να μην τόσωνε να χρονιάση.

Εσύ ημπορείς να μου κάμης ότι σου αρέσει του απεκρίθη ο Αμπτούλ, μα τον θησαυρόν μου δεν θέλεις δυνηθή να τον ιδής ποτέ. Εν τω άμα που ετελείωσεν αυτά τα λόγια ο άνομος και κακότροπος βεζύρης, επρόσταξε τους σκλάβους του και τον έδειραν με βούνευρα τόσον, που τον έκαμαν τον δυστυχή και έπεσε λιπόθυμημένος.

Α επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις τον κόσμον.

Μα η ευχαρίστησις που είχα διά την ενέργειαν που ακολούθησεν ευτυχισμένα, εμετεστράφη ογλήγορα εις τόσον πόνον. Επειδή και ευθύς που το πνεύμα μου εμπήκεν εις το κορμί της ελάφου, ο άνομος και επίβουλος Δερβύσης έκαμε να περάση το εδικόν του εις το κουφάρι μου και ωσάν έλαβε την μορφήν μου, ευθύς παίρνει το δοξάρι μου και το ετέντωσε να με σκοτώση.

Τότε αυτοί εφώναξαν βλέποντάς με· ιδού, ω αυθέντη, εκείνος ο άνομος κλέπτης, ο οποίος λαμβάνει την τόλμην να παρουσιασθή εις την αυλήν σου· Μεγάλε κριτά, σε παρακαλούμεν να μας διαφεντεύσης. Εγώ τότε επλησίασα εις τον Κατή διά να ειπώ τα δίκαιά μου, μα μην έχοντας δώρα διά να του προσφέρω, δεν ηθέλησεν ούτε να με ακούση· αλλά επρόσταξε, και με εφυλάκωσαν.

Εις το αναμεταξύ που εκείνος ο άνομος εφέρετο εις θάνατον, επέσαμεν η Τζελίκα και εγώ εις τους πόδας του βασιλέως, και τους εκαταβρέχαμεν με τα δάκρυά μας, ευχαριστώντας την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν που εις ημάς έδειξεν· έπειτα σηκωνόμενοι εμισεύσαμεν με την Καλεκάρην και Καμπούρ, και ήλθαμεν εις την κατοικίαν που ήμουν, και εκεί εμείναμεν ευφραινόμενοι την ελευθερίαν μας.

Σαν όρνιο στα σπλάχνα του νυχωμένο τον κρυφότρωγε ο στοχασμός πως του την κλέψανε μια για πάντα την τιμή της περήφανης φαμελιάς του, την τιμή που με το αίμα της καρδιάς τους την είχανε θεμελιωμένη γονιοί και προπάπποι, και να βρεθή τώρα, λέει, ένας άνομος και να γίνη αφορμή να πέση ολόσωμη θρούβαλα!

Δεινοποιών τραγικώς την απαίσιον φρίκην του, ο άνομος δικαστής όστις είχεν αναπληρώσει ούτω τας ελλείψεις των ψευδομαρτύρων τους οποίους μάτην είχε ζητήσει, ο ψευδής Αρχιερεύς διαρρήξας τα ιμάτια του ενώπιόν του Αληθούς, εζήτησε παρά του Συνεδρίου την άμεσον καταδίκην Εκείνου. «Ε β λ α σ φ ή μ η σ ε! Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Ίδε, νυν ηκούσατε την Βλασφημίαν Αυτού.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν