United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε τ' όνομά του κι' ο Τριστάνος του είπε: «Είμαι ο Τριστάνος, Βασιληάς του Λοοννουά, κι' ο Μάρκος ο Βασιλιάς της Κορνουάλλης είναι θείος μου. Έμαθα, άρχοντα, ότι οι υποτελείς σου σού έκαμαν άδικο πόλεμο κι' ήρθα να σου προσφέρω της υπηρεσίες μου. — Αλλοίμονο! άρχοντα Τριστάνε, πηγαίνετε το δρόμο σας κι' ο Θεός να σας ανταμείψη. Πώς να σας δεχτούμε εδώ μέσα; Δεν έχουμε πεια τροφές.

Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος, όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας εκδουλεύσεις μου.

Τον ηρώτησα εάν νομίζη καλόν να προσφέρω ανά μίαν γλώσσαν χαβιαρίου εις τους δημογέροντας. ― Χάρισμα ; ηρώτησε μετά θάμβους ο Παντελής. ― Χάρισμα, απεκρίθην. ― Τότε μη φοβάσαι, Λουτσή. Ιδικούς σου τους έχεις. Και εξέθεσε διά μακρών τα πολιτικά του χωρίου.

Λογαριάζω, Σταύρο, να σε πάρω στο εργοστάσιο πια. Βλέπεις ο πατέρας σου υποχωρεί πρώτος, απέναντι σου. Ήθελες πραχτικό επάγγελμα, λοιπόν σου το προσφέρω. Θέλω και γω κάπως να ησυχάσω από την αιώνια επιτήρηση και αγωνία. ΣΤΑΥΡΟΣ Αυτό είναι για μένα πατέρα, η μεγαλύτερη χαρά. Ελπίζω να σας κάμω να ξεχάσετε τα περασμένα. Και θα δήτε πόσο αφοσιωμένος θα είμαι στην εργασία.

Αλλά μετά θάρρους υπόσχομαι εις αυτούς ότι εάν και τώρα, όπως άλλοτέ ποτε, θελήσουν να μετάσχουν εις την Διονυσιακήν τελετήν την οποίαν προσφέρω και ενθυμηθούν οι παλαιοί μου συμπόται τας διασκεδάσεις μας των τότε καιρών και δεν καταφρονήσουν τους Σατύρους και τους Σειληνούς, πίουν δε μέχρι κόρου εκ του ποτηρίου το οποίον προσφέρω, θα καταληφθούν και αυτοί υπό της Διονυσιακής μέθης και πολλάκις μετ' εμού θα αναφωνήσουν το ευοί.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180 και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».

Οι δούλοι και οι σκλάβοι ωσάν τον είδαν επρόσπεσαν εις τους πόδας του, και η σκλαβοπούλα του επρόσφερεν ένα γράμμα με μια χρυσή βούλλα, το οποίον ανοίγοντας ο Καλίφης είδε που έγραφεν ούτως· «Ω ακριβέ μου και αγαπημένε μου ξένε, σε παρακαλώ να με συμπαθήσης αν δεν σε εδεξιώθην καθώς σου έπρεπε· θέλεις λοιπόν λάβει διά σημείον της αγάπης που σου προσφέρω, και διά το χρέος που ομολογώ εις τους ξένους, τα όσα σου στέλνω, χωρίς να εναντιωθής εις την προσφοράν μου η οποία είναι το δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι, και η ωραία σκλαβοπούλα με το τζιβούρι· επειδή και είναι δίκαιον να σου τα χαρίσω, με το να εκατάλαβα πώς σου άρεσαν κατά πολλά· διατί ένα πράγμα που αρέσει ενός φίλου μου, δεν είναι πλέον ιδικόν μου

Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν. Το απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.

Επειδή όμως η τύχη καλώς ωκονόμησε το πράγμα, πρώτον μεν πέμψον τον υιόν σου προς τον νεοελθόντα παίδα, έπειτα δε, επειδή θέλω χάριν της διασώσεώς του να προσφέρω θυσίαν εις τους θεούς εις ους ανήκει η τιμή αύτη, ελθέ να δειπνήσης μετ' εμού

Αλλά ποια βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω και δεν του την πρόσφερα; Εφώναξα πάλι του ξαδερφού μου. Εφώναξα έναν ένα κατ' όνομα τους αγωγιάτες. Τα μπουμπουνίσματα τ' ουρανού μ' αποκρινόνταν κ' οι βρουχισμοί του ανέμου.