United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στους παληούς καιρούς, βασίλευε στην Κορνουάλλη ο Βασιληάς Μάρκος. Μαθαίνοντας ότι οι εχθροί του τού έστησαν πόλεμο, ο Βασιληάς του Λοοννουά ο Ριβαλάν, πέρασε τη θάλασσα για να του φέρη βοήθεια. Τον εβοήθησε και με το σπαθί και με τη συμβουλή, σαν υποτελής, — τόσο πιστά, που ο Μάρκος τούδωσε γι' αμοιβή την αδελφή του, την ωραία Μπλανσεφλέρ, που ο Βασιληάς Ριβαλάν αγαπούσε μ' έναν υπερκόσμιο έρωτα.

Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.

Είπε τ' όνομά του κι' ο Τριστάνος του είπε: «Είμαι ο Τριστάνος, Βασιληάς του Λοοννουά, κι' ο Μάρκος ο Βασιλιάς της Κορνουάλλης είναι θείος μου. Έμαθα, άρχοντα, ότι οι υποτελείς σου σού έκαμαν άδικο πόλεμο κι' ήρθα να σου προσφέρω της υπηρεσίες μου. — Αλλοίμονο! άρχοντα Τριστάνε, πηγαίνετε το δρόμο σας κι' ο Θεός να σας ανταμείψη. Πώς να σας δεχτούμε εδώ μέσα; Δεν έχουμε πεια τροφές.

Έπειτα έκοψε τη γλώσσα, το ρύγχος, τα νεφρά, την καρδιά, και τάλλα εντόσθια. Κυνηγοί και οδηγοί των λαγωνικών, σκυμμένοι γύρω του, τον κύτταζαν, γοητευμένοι. «Φίλε, είπεν ο αρχικυνηγός, αυτές η συνήθειες είναι ωραίες. Σε ποιον τόπο της έμαθες; Πέσε μας την πατρίδα σου και τόνομά σου. — Ωραίε άρχοντα, με λένε Τριστάνο κι' αυτές της συνήθειες της έμαθα στην πατρίδα μου, στο Λοοννουά.

Το θέμα αυτής της ιστορίας είναι τόσο ωραίο και έχει τόση ποικιλία: γιατί να την μακραίνω φλυαρώντας; Θα πω λοιπόν σύντομα πώς, αφού πέρασε βουνά και θάλασσες, και πλανήθηκε πολύν καιρό δω και κει, ο Ρόχαλτ ο Πιστός έφθασε τέλος πάντων στην Κορνουάλη, ξαναύρε τον Τριστάνο, και πώς, δείχνοντας στο Βασιληά το ρουμπίνι, που άλλοτε είχε δώσει στην Μλανσεφλέρ για δώρο νυφικό, του είπε: «Βασιληά Μάρκο, αυτός εδώ είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ανεψιός σου, γυιός του Βασιληά Ριβαλάν και της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.

Έπειτα σκέφτηκε πώς ο Βασιληάς Μάρκος δεν μπορούσε πεια να ζήση ευτυχισμένος δίχως αυτόν, και καθώς η ευγενικιά καρδιά του τού έδειχνε πάντοτε την πειο φρόνιμη απόφασι, εμάζεψε τους κόμητες και τους βαρώνους του, και τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες του Λοοννουά, ανέκτησα αυτόν τον τόπο και εκδικήθηκα για τον Βασιληά Ριβαλάν με τη βοήθεια του Θεού και την δική σας.

Θρηνούσε πεθυμώντας τον Γκορνεβάλη, το Ρόχαλτ τον πατέρα του, και τη γη του Λοοννουά, όταν ο μακρυνός θόρυβος κυνηγιού με σάλπιγγες και κραυγές χαροποίησε ξαφνικά την ψυχή του. Στην άκρη του δάσους, ένα ωραίο ελάφι ξεπετάχτηκε. Το κοπάδι, τα λαγωνικά και οι κυνηγοί ξεχύθηκαν πίσω του με μεγάλο θόρυβο φωνών και σαλπίγγων.

Στη θέα του, οι εκατό ιππότες σηκώθηκαν όλοι μαζύ, τον εχαιρέτισαν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, και οι Ιρλανδοί είδαν ότι ήτανε ο αρχηγός τους. Πολλοί τον ανεγνώρισαν όμως τότε, και μεγάλη κραυγή σηκώθηκε απ' όλες της μεριές: — Είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ! Γυμνά λάμψανε τα σπαθιά, και μανιασμένες φωνές επανελάμβαναν: — Θάνατος! Θάνατος!

Ο Ουαλλός τραγούδησε, έπειτα απάντησε: «Παιδί, πού ξέρεις λοιπόν, εσύ, από την τέχνη των οργάνων; Αν οι έμποροι του Λοοννουά μαθαίνουν επίσης στα παιδιά τους να παίζουν την άρπα, και την σαμβύκη, σήκω, πάρε την άρπα και δείξε την τέχνη σου. Ο Τριστάνος πήρε την άρπα και τραγούδησε τόσο ωραία που οι βαρώνοι συνεκινούντο ακούγοντάς τον.

Οι γάμοι έγιναν στο Μοναστήρι του Τινταγκέλ. Αλλά ότι την είχε πάρει του έφεραν την είδησι ότι ο αρχαίος εχθρός του ο Δούκας Μόργκαν μπήκε στο Λοοννουά και κατέστρεφε τα χωράφια, τα χωριά, και της πολιτείες. Ο Ριβαλάν αρμάτωσε βιαστικά τα καράβια του και πήρε την Μπλανσεφλέρ, που είχε μείνη έγκυος, στην μακρυνή πατρίδα του. Άραξε μπρος στον Πύργο του, στο Κανοέλ.