Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι, ε; Λοιπόν, οργίζομαι, Πρίσκιλλα, να μου φάνε τα κρέατα οι σκύλοι, αν να 'δώ τον Καίσαρα γονατιστό στα πόδια μου δεν κατορθώσω. Τώπα και θα το κάνω. Να μη σώσω. Σκλάβες, θεράπαινες, δούλες! ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία! τι σκέπτεσαι να κάνης; ΕΥΝΙΚΗ. Αστεία θάρρεψες πως σου τάλεγα; Τραβήξου στη γωνιά! Ελάτ' εδώ! Τώρα θα δης! Α! τον φονηά! Λύστε τα μαλλιά σας. . .
Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ερώτησέ μας! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Λάλησε! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Απόκρισιν θα λάβης! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Την θέλεις την απόκρισιν απ' τα 'δικά μας χείλη, ή θέλεις ανωτέρους μας; ΜΑΚΒΕΘ Να τους ιδώ! Ας έλθουν! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Να αίμα μέσα σκρόφας, όπου έφαγε και τα εννηά παιδιά της, μία γέννα της· να κ' εις την φλόγα 'ξύγγι, όπου έσταξε από φονηά κρεμάλα. ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Έλα, πρόκαμε!
Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετική — τόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.
Α! γιατί καλλίτερα να μην ανοίξω τότε της πληγές του λαβωμένου τραγουδιστή; Γιατί να μην αφήσω να πεθάνη το φονηά του θεριού μέσα στα χόρτα του βάλτου; Γιατί να μην τον χτυπήσω, όταν ήτανε κατάκοιτος στο λουτρό, με το ξίφος που τώχα κι' όλα σηκώσει; Αλλοίμονο! δεν ήξερα τότε αυτό που ξέρω σήμερα! — Ιζόλδη, τι ξέρετε λοιπόν σήμερα; τι είναι αυτό που σας βασανίζει;
Ο Δούκας Μόργκαν κρατάει τον τόπο του με το άδικο. Είναι καιρός να γυρίση στον νόμιμο κληρονόμο». Και θα πω σύντομα πώς ο Τριστάνος πήρε από το θείο του τα άρματα του ιππότη, πώς πέρασε τη θάλασσα μετά καράβια της Κουρνουάλης, πώς ανεγνωρίσθη από τους αρχαίους υποτελείς του πατέρα του, πώς προεκάλεσε το φονηά του Ριβαλάν, πώς τον εσκότωσε και ανέκτησε την πατρίδα του.
Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.
Κάθε μου λέξις ήτο και όρκος, και τον επατούσα αμέσως ενώπιον του Ουρανού. Αγαπούσα πολύ το κρασί· και ακόμη περισσότερον τα τυχηρά παιγνίδια. Εξεπερνούσα και Τούρκον εις την ερωτομανίαν. Είχα καρδίαν άπιστου, αυτί προδότου, χέρι φονηά. Ήμουν χοίρος εις την ακαμωσιά, αλωπού εις την κατεργαριά, λύκος εις την αχορταγιά, σκύλος εις το λύσσασμα, λέων 'ς το κυνήγημα.
ΥΜΝ. Αυτά να πας να τα λες σε τίποτε ανδρογυναίκες από τη Λήμνο ή Δαναΐδες, αν εύρης• εγώ φεύγω να πάω στη μητέρα μου τώρα που είνε ακόμη μέρα. Έλα και συ μαζή μου, Γραμίτσα• συ δε χαίρε, λαμπρέ χιλίαρχε και φονηά όσων θέλεις. ΛΕΟΝΤ. Μείνε, σε παρακαλώ, Υμνίς, μείνε....Έφυγε.
ΥΜΝ. Δε μπορώ να κοιμηθώ μ' ένα φονηά. ΛΕΟΝΤ. Μη φοβάσαι, Υμνίς• αυτά που σου διηγήθηκα έγιναν στην Παφλαγονία• εδώ έχομεν ειρήνην. ΥΜΝ. Α όχι, είσαι μαγαρισμένος άνθρωπος• το αίμα έσταζεν επάνω σου από την κεφαλήν του βαρβάρου, που είχες καρφωμένη τη λόγχη σου. Και νομίζεις ότι εγώ μπορώ ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ένα τέτοιον άνδρα; θεός φυλάξοι! Κατά τι διαφέρει ένας τέτοιος από τον δήμιον;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν