Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Στους παληούς καιρούς, βασίλευε στην Κορνουάλλη ο Βασιληάς Μάρκος. Μαθαίνοντας ότι οι εχθροί του τού έστησαν πόλεμο, ο Βασιληάς του Λοοννουά ο Ριβαλάν, πέρασε τη θάλασσα για να του φέρη βοήθεια. Τον εβοήθησε και με το σπαθί και με τη συμβουλή, σαν υποτελής, — τόσο πιστά, που ο Μάρκος τούδωσε γι' αμοιβή την αδελφή του, την ωραία Μπλανσεφλέρ, που ο Βασιληάς Ριβαλάν αγαπούσε μ' έναν υπερκόσμιο έρωτα.

Οι άνθρωποι του Μόργκαν είχαν κι' όλας περικυκλώσει τον πύργο Κανοέλ. Πώς θα μπορούσε πεια ο Ρόχαλτ να βαστήξη περισσότερο τον πόλεμο; Σωστά έχουνε πη ότι: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Αναγκάστηκε λοιπόν να παραδοθή στην διάκρισι του Δουκός Μόργκαν. Αλλά από το φόβο του μήπως ο Μόργκαν σφάξη τον γυιό του Ριβαλάν, ο Στρατάρχης τον παρουσίασε για δικό του, και τον ανάστησε μαζύ με τα παιδιά του.

Οι γάμοι έγιναν στο Μοναστήρι του Τινταγκέλ. Αλλά ότι την είχε πάρει του έφεραν την είδησι ότι ο αρχαίος εχθρός του ο Δούκας Μόργκαν μπήκε στο Λοοννουά και κατέστρεφε τα χωράφια, τα χωριά, και της πολιτείες. Ο Ριβαλάν αρμάτωσε βιαστικά τα καράβια του και πήρε την Μπλανσεφλέρ, που είχε μείνη έγκυος, στην μακρυνή πατρίδα του. Άραξε μπρος στον Πύργο του, στο Κανοέλ.

Αλλά ο Ρόχαλτ θυμότανε τον Ριβαλάν και την Μπλανσεφλέρπου ξαναζούσε η χάρι τους και η νεότης τουςκι' αγαπούσε τον Τριστάνο σαν παιδί του, ενώ μυστικά τον εσέβετο σαν κύριο του. Και λοιπόν συνέβηκε να του αρπάξουν όλη τη χαρά του... Μια μέρα κάποιοι έμποροι από την Νορβηγία τράβηξαν τον Τριστάνο στο καράβι τους, και τον πήραν σαν ωραίο λάφυρο.

Και ο Βασιληάς Μάρκος θαύμαζε τον αρπιστή που είχεν έλθει από τον τόπο του Λοοννουά, όπου άλλοτε ο Ριβαλάν είχεν οδηγήσει την Μπλανσεφλέρ. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Βασιληάς έμεινε πολλή ώρα αμίλητος. «Παιδί, είπε έπειτα, ευλογημένος νάναι ο δάσκαλος που σε δίδαξε, ευλογημένος και συ από το Θεό. Ο Θεός αγαπάει τους καλούς τραγουδιστές.

Τινταγκέλ, φώναξε ο Τριστάνος, ο Θεός να σ' ευλογήση σένα και τους άρχοντές σουΆρχοντες, εδώ άλλοτε ο πατέρας του ο Ριβαλάν, με μεγάλη χαρά, είχε πάρει την Μπλανσεφλέρ. Αλλάαλλοίμονο! — ο Τριστάνος δεν το ήξευρε. Όταν έφθασαν κάτω από τη μεγάλη σκοπιά του πύργου, τα σαλπίσματα των κυνηγών αντήχησαν, και αμέσως κατέβηκαν στης πόρτες οι βαρώνοι κι' ο ίδιος ο Βασιληάς Μάρκος.

Έπειτα σκέφτηκε πώς ο Βασιληάς Μάρκος δεν μπορούσε πεια να ζήση ευτυχισμένος δίχως αυτόν, και καθώς η ευγενικιά καρδιά του τού έδειχνε πάντοτε την πειο φρόνιμη απόφασι, εμάζεψε τους κόμητες και τους βαρώνους του, και τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες του Λοοννουά, ανέκτησα αυτόν τον τόπο και εκδικήθηκα για τον Βασιληά Ριβαλάν με τη βοήθεια του Θεού και την δική σας.

Άφησε τη Βασίλισσα στη φύλαξι του Στρατάρχου Ρόχαλτ, — του Ρόχαλτ που για την ευθύτητά του όλοι τον ονόμαζαν μ' ένα ωραίο όνομα «Ρόχαλτ ο Πιστός». Έπειτα ο Ριβαλάν συνάθροισε τους βαρώνους του κ' έφυγε για τον πόλεμο. Πολύν καιρό τον περίμενε η Μπλανσεφλέρ. Αλλοίμονο! Δεν του ήτανε γραφτό να γυρίση. Μια μέρα έμαθε ότι ο Δούκας Μόργκαν τον είχε σκοτώσει με προδοσία.

Ο Δούκας Μόργκαν κρατάει τον τόπο του με το άδικο. Είναι καιρός να γυρίση στον νόμιμο κληρονόμο». Και θα πω σύντομα πώς ο Τριστάνος πήρε από το θείο του τα άρματα του ιππότη, πώς πέρασε τη θάλασσα μετά καράβια της Κουρνουάλης, πώς ανεγνωρίσθη από τους αρχαίους υποτελείς του πατέρα του, πώς προεκάλεσε το φονηά του Ριβαλάν, πώς τον εσκότωσε και ανέκτησε την πατρίδα του.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν