United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Σβάντε χαιρότανε περσότερο να κάνη τον προστάτη, γιατί στα παιγνίδια του με το μεγάλο αδερφό είταν πάντα αυτός ο μικρότερος, που έπρεπε να υπακούη. Ο Σβεν είτανε τόσο μικρός μπροστά στα μεγαλήτερα αδέρφια, που τα θαύμαζε και τακολουθούσε, ώστε έμεινε πάντα ο μικρουλάκης αδερφός.

Να βδελύττεσαι και να φοβήσαι ολιγώτερον τον αχρείον, που είνε και δεν φαίνεται, από τον αχρείον, που είνε και φαίνεται. Θαύμαζε τους καλούς τρόπους, αλλά μη τους εμπιστεύεσαι πάντοτε· εις το τρυφερώτερον πόδι απαντώνται συνήθως οι σκληρότεροι κάλοι.

Ο Αγαθούλης μετά το γεύμα περιδιαβάζοντας μέσα σε μια μακρυά γαλαρία, θαύμαζε την ομορφιά των ζωγραφικών πινάκων. Ρώτησε ποιανού μεγάλου τεχνίτη ήτανε οι δυο πρώτοι.

Μονάχα ο γέρος ο Θεός, σαν έσκυβε και τους καμάρωνε απ' τα ουράνια, μετανοούσε που είχε χωρίσει μια ψυχή σε δυο κομμάτια και πάλι θαύμαζε το θάμα του στης ομορφιάς και της καλοσύνης το ξαναταίριασμα. Ο Πέτρος κ' η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κ' η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο.

Και ο Βασιληάς Μάρκος θαύμαζε τον αρπιστή που είχεν έλθει από τον τόπο του Λοοννουά, όπου άλλοτε ο Ριβαλάν είχεν οδηγήσει την Μπλανσεφλέρ. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Βασιληάς έμεινε πολλή ώρα αμίλητος. «Παιδί, είπε έπειτα, ευλογημένος νάναι ο δάσκαλος που σε δίδαξε, ευλογημένος και συ από το Θεό. Ο Θεός αγαπάει τους καλούς τραγουδιστές.

Το φαρμάκι τον βασανίζει, ω αγωνία! — και περιμένει το θάνατο. Κάλεσε κρυφά τον Καερδέν να του πη τον καϋμό του, γιατί κι' οι δύο αγαπιώντανε με μια άδολη αγάπη, θέλησε να μη μείνη κανείς μέσ' το δωμάτιο, εκτός από τον Καερδέν, και μάλιστα ούτε στα γειτονικά δωμάτια να μη μείνη κανείς. Η Ιζόλδη, η γυναίκα του, θαύμαζε μέσα της γι' αυτό το αλλόκοτο θέλημα.

Ήταν επάνω-κάτω είκοσι χρόνων, ψηλή, γεμάτη χάρες, ξανθόμαλλη κοπέλλα. Ένα ελκυστικό σκίτσο της με κόκκινη κιμωλία από το γαμπρό της υπάρχει ακόμα και δείχνει πόσον το ύφος του ως καλλιτέχνη είχε επηρεασθή από τον Sir Thomas Lawrence, ζωγράφο, που το έργο του πάντα το θαύμαζε. Ο de Quincey λέει ότι η κ. Wainewright πραγματικά δεν είχε γνώση των μυστικών του φόνου. Ας το ελπίσουμε.

Κι εμείς χορέψαμε όταν είχαμε φτερά στα πόδια. Και τώρα τι κάνετε, κυρά μου;» Η ντόνα Έστερ έκλαιγε από χαρά, αλλά προσποιήθηκε ότι φταρνιζόταν. «Σαν πιπέρι είναι το ταμπάκο σας, παπα-Πασκά!» Ο πιο ευτυχισμένος από όλους ήταν ο Έφις. Ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα σωρό χόρτα, μέσα σε ένα από τα άδεια κελιά, του φαινόταν ακόμη πως χόρευε και θαύμαζε τον Τζατσίντο.

Αφού ο αρχικυνηγός του ιστόρησε τα συμβάντα, ο Μάρκος θαύμασε την ωραία διάταξι της συνοδείας, το καλό κόψιμο του ελαφιού, και τα σπουδαία συστήματα του κυνηγιού. Μα προ πάντων θαύμαζε το ωραίο, ξένο αγόρι, και τα μάτια του δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω του. Από πού του ερχότανε αυτή η πρώτη τρυφερότης; Ο Βασιληάς ρωτούσε την καρδιά του και δεν μπορούσε να καταλάβη.