Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Αλλ' αν ήτο σαν κι' εμένα τον αχρείον, τον κανάγια, δεν θα 'πήγαιναν χαμένα της αγάπης τόσα μάγια. Εμπρός 'στήν σάρκ' αν τρέμετε νομίζω πως το παν από την κράσιν κρέμεται κι' αυτό το αγαπάν. Κι' εγώ δεν θέλ' ο τάλας σφοδράς επιθυμίας, που να γεννούν μεγάλας εντός μου τρικυμίας. Αλλ' όταν αι δυνάμεις δεν είναι αρκεταί, τι διάβολο να κάμης, ω Βούδδ' αγαπητέ;
Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη 'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα; και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω• 390 αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο; πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη• πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος• αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη 395 το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας• αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους, 'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».
Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι 'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον 220 πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. 225 και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, 235 αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του, ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος· 'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· «Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης· συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη. ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα 'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270 'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».
Εσκέπτετο να αντιμετωπίση με θάρρος πάσαν ραδιουργίαν και πάσαν κατ' αυτού προσβολήν. Εσκέπτετο προσέτι ότι αν ήτο αρχηγός των πραιτοριανών αυτός, θα παρέδιδεν εις τον όχλον τον Τιγγελίνον τον αχρείον και θα υπεστήριζε τον Βινίκιον και την Λίγειαν, και μετ' αυτών όλους τους χριστιανούς. Αλλά τώρα να μη δύναται ούτε καν να υπερασπίση τον εαυτόν του;
ΕΔΜ. Ποτέ, αυθέντα μου. Αλλά τον ήκουσα συχνά να υποστηρίζη, ότι όταν τα παιδιά ηλικιωθούν και οι πατέρες γηράσουν, πρέπει το παιδί να κηδεμονεύη τον πατέρα και να παίρνη εις τα χέρια του την περιουσίαν. ΓΛΟΣΤ. Ω, τον αχρείον! Αυτό είναι το νόημά του και εις το γράμμα! Ω, τον κακούργον! Το τέρας! Το θηρίον! Χειρότερος από θηρίον! Πήγαινε να μου τον εύρης. θέλω να τον συλλάβω τον αχρείον!
Πολλά σημεία μ' έκαμναν από τίνων ημερών να υποπτεύω, ότι το αχρείον πετεινάρι, του οποίου εθαύμαζα την συζυγικήν πίστιν, ήρχιζε να κυνηγά μίαν μικράν όρνιθα, η οποία δεν ήτο βεβαίως ομόγυλος του, αλλ' ανήκεν εις άλλην κάπως συγγενή φυλήν την λεγομένην περιβολάρικην.
Θάνατος· — ύπνος· — ύπνος! α! και όνειρα μήπως! εδώ είναι ο κόμπος· επειδή κει 'ς του θανάτου τον ύπνον ποιας λογής όνειρα θα 'λθουν, άμα του κόσμου τούτου αποτινάξωμε την ζάλην, τούτο εξ ανάγκης μας κρατεί, τούτ' είναι η σκέψις, 'πού σέρνει τόσο την ζωήν της δυστυχίας . Ότι ποιος θα δεχόνταν του καιρού τους τόσους περιπαιγμούς και ραβδισμούς, την δυναστείαν του αδικητού, την ύβριν των υπερηφάνων, την οδύνην αγάπης καταφρονημένης, την άργητα του νόμου , τον αυθάδη τρόπον της εξουσίας, και όσους λακτισμούς η αξία η υπομονητική λαμβάνει απ' τον αχρείον, εάν μ' ένα μαχαίρι μόνος του ημπορούσε ν' απελευθερωθή; ποιος ήθελε απ' το βάρος μιας άχαρης ζωής να ιδρόνη, να στενάζη; μόνος ο τρόμος μήπως κάτ' υπάρχει πέραν του τάφου, — ο τόπος ο ανεύρετος, απ' όπου ποτέ κανείς ταξειδιώτης δεν γυρίζει, — την θέλησιν στενοχωρεί, και αυτό βιάζει τον άνθρωπον να μένη 'ς τα δεινά, 'πού πάσχει, παρά να δράμη 'ς άλλ' αγνώριστά του πάθη.
Είμαι δειλός; Αχρείον ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετά 'ς το πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον ποίος μου ψεύει 'ς τον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραν 'ς την αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη.
Από εμέ, 'πού ευγενώς τόσο την αγαπούσα ώστε με την ευχήν του γάμου αδελφωμένη εβάδιζεν η αγάπη, να ξεπέση 'ς έναν αχρείον και γυμνόν απ' όσαις 'ς εμέ χάρες η φύσις είχε δώση· αλλ' όπως δεν κλονείται η αρετή ποτέ κ' εάν η αναισχυντία με σχήμα θείο προσπαθεί να της αρέση, ομοίως κ' η ασέλγεια , και αν τύχη να σμίξη μ' άγγελον φωτεινόν, και αφού την ουρανίαν κλίνην χαρή θα στρέψη 'ς το ψοφίμι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν