Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοιτο δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσατον κήπον 220 πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν φράχτην του κήπου, και οδηγόςαυτούς ο γέρος ήταν. 225 και μόνον τον πατέρα τουτο πρόσχαρο κηπάρι ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. και να μετρήση εβάλθηκετου λογισμού τα βάθη, 235 αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα να του ειπή, πώς έφθασετην γη την πατρική του, ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· «Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· περιποιείσ' όλα καλά·το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μηεμέ θυμώσης· συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, ή απέθανε κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη. ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, οπ' είχε' έλθειτο σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδατο δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».

Κι ο Λίακας αντρειωμένος, θάβγανε στο σβίδο το στοιχειό, θα πάλεβε να το νικήση, θανέβαινε απάνου στη συκιά, να κόψη σύκα να φάη, να φέρη και στους χωριανούς. Οι χωριανοί, άλλοι εχαμογέλασαν κι άλλοι εμπαιζογελούσαν. Μα οι πλιότεροι τον εκαμάρωναν με θαμασμό, κ' εμεγάλωνε στα θαμπωμένα μάτια τους ο Λίακας, κ' εφάνταζε αληθινά αντρειωμένος. Ωστόσο πολλοί εφουρκίστηκαν με τον παλιοκαφχησάρη.

Εθυμήθηκε τον ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο· εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!...

Στο χωράφι, όπου ενόμισε αυτός πως έσπειρε αγκάθια, εμείς κάναμε τον τρύγο μας κ' η συκιά που φύτεψε για να την απολαύσουμε είναι τόσον ξερή όσο ένα γαϊδουράγκαθο και πιο πικρή απ' αυτό. Για να μην ξέρη ποτέ η Ανθρωπότης πού πηγαίνει κατώρθωσε νάβρη το δρόμο της. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Νομίζεις λοιπόν πως στον κύκλο της δράσεως ο συνειδητός σκοπός είναι μια απάτη; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κάτι χειρότερο από μιαν απάτη.

Ακούς εκεί ο Λίακας, να πάη στο στοιχειωμένον πύργο της Δραμαλούς! Κι ακούς να σου λέη, πως θα παλέψη το στοιχειό, νανεβή στη συκιά, να κόψη σύκο να φάη, να μας φέρη κ' εμάς! — Στοίχημα! του λένε. — Στοίχημα; — στοίχημα ! Βάνουνε το στοίχημα. Εφτύς κιόλα διαλαλήθηκε σ' όλο το χωριό· το και το: ο Λίακας είν' αντρειωμένος, κ' είν' ήρωας τρανός, και θα πα να παλέψη με το στοιχειό της βάρδιας.

Το πρωί είναι άπειρο το φως, το πρωί γεμίζει ο ουρανός χαμογέλοια, βάζει ρούχα καινούρια και γιορτάζουν τα περιβόλια. Λέλα, κάθου, μη σηκωθής. Μείνε, μείνε ακκουμπισμένη στη συκιά που σε σκεπάζει, ολόχρουσό μου κεφαλάκι. Τα φύλλα κουνιούνται αγάλια αγάλια και σου λεν καλημέρα. Τι ωραία που είσαι! Τρέμει η καρδιά μου που θα ραγίση.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν