United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βεβαίως όμως τούτο είναι πλέον κάποιος τρόπος πολιτεύματος. Ποίος; Αναφέρει δε και ο Όμηρος ότι αυτή υφίστατο εις τον συνοικισμόν των Κυκλώπων, διότι λέγει: Αυτοί δεν έχουν σύνοδον γερόντων ούτε δίκας αλλά των υψηλών βουνών τις ράχες κατοικούνε σε λαξευμένα σπήλαια, και ο καθείς δικάζει μόνος γυναίκα και παιδιά, και άλλον δεν λογαριάζει.

Είναι φανερόν ότι εγώ και σεις κατ' ανάγκην θα ειπούμεν ότι νικούν ορθώς όσοι εγκριθούν από τους ιδικούς μας συνομήλικας. Διότι αι συνήθειαι ημών των γερόντων φαίνεται ότι είναι πολύ καλλίτεραι από όλα όσα υπάρχουν εις όλας τας πόλεις και παντού. Αμέ τι;

Μετ' ολίγα δ' έτη, οπόταν εκλείψη η γενεά του αγώνος, και διακοπή των προφορικών παραδόσεων η μνημόνευσις, δυσκόλως οι εγγονοί ημών θα φαντάζωνται διά πόσων θυσιών και βασάνων επληρώθη η ιδική των ευημερία και του έθνους η αναγέννησις. Διά τούτο εύχομαι ώστε πολλοί των επιζώντων γερόντων να μιμηθώσι το παράδειγμά μου, γράφοντες τα απομνημονεύματά των.

Τινές μάλιστα των γερόντων επέστρεψαν οίκαδε βαδίζοντες «μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίμ», χάρις εις τας αφθόνους σπονδάς τας γενομένας προς τιμήν των κ. κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου, Χαρτουλαρίου και λοιπών.

Εις την λάμψιν της ημέρας εμφανίζεται και του Δαρείου το είδωλον ενώπιον των γερόντων Περσών, αλλ' η νυξ ενυπάρχει εν τη τραγωδία αυτή του Αισχύλου.

Ευθύς άρχισε και ο τρίτος γέρων να προβάλλη το ίδιον ζήτημα εις το Τελώνιον ότι αν τυχόν δηλαδή η ιστορία που θέλει του διηγηθή φανή θαυμασιωτέρα και πλέον λαμπρά από τας άλλας των δύο γερόντων, να του χαρίση το τελευταίον τρίτον του εγκλήματος του πραγματευτού· και το Τελώνιον απεκρίθη, ότι θέλει γίνει το ζήτημά του, αν η ιστορία είνε καθώς του υπεσχέθη.

Είνε νέα τέχνη αυτή την οποίαν σεις επενοήσατε, ν' αγαπάτε τας γραίας και τους γέροντας, όταν είνε άτεκνοι, ν' αδιαφορήτε δε δι' αυτούς, αν έχουν τέκνα. Ούτω δε πολλοί εκ των γερόντων, εννοούντες τους σκοπούς σας και αν τύχη να έχουν τέκνα, προσποιούνται ότι τα μισούν, διά να έχουν και αυτοί την αγάπην σας.

Τον κοίταζε με τα γυάλινα μάτια της. «Α, είσαι ο Έφις; Ο Θεός μαζί σου. Λοιπόν, από ποιόν ήταν το γράμμα; Από τον ντον Τζατσιντίνο; Εάν έρθει, να τον υποδεχτείτε καλά. Στο κάτω κάτω γυρίζει στο σπίτι του. Είναι η ψυχή του ντον Τζάμε, επειδή οι ψυχές των γερόντων ξαναζούν μέσα στους νέους. Κοίτα την Γκριζέντα, την εγγονή μου!

ΘΑΝΑΤΟΣ Όσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα και η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη. Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις, ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Χορός γερόντων.

Πράγματι δε ο Σαϊτονικολής, δείξας εις τον υιόν του ένα εκ των γερόντων εκείνων, όστις διήρχετο στηριζόμενος επί βακτηρίας, του εψιθύρισε με φωνήν σοβαράν, εις την οποίαν επάλλετο η εκδίκησις: — Θωρείς πώς ήσανε ντυμένοι στα μαύρα οι Χριστιανοί τον καιρό της γιανιτσαριάς, για να μη τση σκοτώνουν οι Τούρκοι;