Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Οι αδελφές σηκώθηκαν τρέμοντας και η ντόνα Έστερ μίλησε χαμηλόφωνα με μια φωνή που έμοιαζε το βέλασμα μικρού κατσικιού. «Τζατσιντίνο!....... Τζατσιντίνο!........ Ανιψιέ μου….. Δεν είναι όραμα αυτό; Εσύ είσαι;…..» Κατέβηκε από το ποδήλατο μπροστά τους και κοίταζε τριγύρω σαστισμένος.
Ο Έφις πήρε τον κουβά κάτω από το κάθισμα και ξεκίνησε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα έστρεψε δειλά, κοιτάζοντας τον κουβά που κουνιόταν. «Το γράμμα είναι από τον ντον Τζατσιντίνο;» «Το γράμμα; Τηλεγράφημα είναι……» « Χριστέ μου! Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτα κακό;» «Τίποτα, τίποτα! Πήγαινε…..» Δεν είχε νόημα να επιμένει πριν κατέβει η ντόνα Νοέμι.
Τον θεωρούσε πάντα απλοϊκό άνθρωπο. «Που…. που συμφωνείτε όλες για τον ερχομό του Τζατσιντίνο;» «Ναι, είμαι ευχαριστημένη. Έτσι έπρεπε να γίνει.» «Είναι καλό παιδί. Θα πλουτίσει. Πρέπει να του αγοράσουμε ένα άλογο. Όμως…..» «Όμως;» «Δεν πρέπει να τον αφήσουμε πολύ ελεύθερο, στην αρχή. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά… Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί.
Ο Έφις έφυγε, με τα λεφτά στο χέρι, ενώ τον ακολουθούσαν οι ειρωνικοί αποχαιρετισμοί της γυναίκας. «Πες στις κυράδες σου να φυλάγονται καλά.» Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να υποφέρει τα πάντα, αρκεί να κάνει καλή εντύπωση στον Τζατσιντίνο όταν φτάσει.
Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν.
Εκείνος βέβαια δεν θα επέτρεπε στον Τζατσιντίνο ούτε καν να ξεμπαρκάρει. Τι λες, Έφις;» «Εγώ; Εγώ είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, αλλά λέω πως ο ντον Τζατσιντίνο θα ξεμπαρκάριζε οπωσδήποτε.» «Γιός της μάνας του, θέλεις να πεις;» αναστέναξε η ντόνα Ρουθ και ο υπηρέτης αναστέναξε κι εκείνος. Η σκιά του παρελθόντος ήταν πάντα εκεί, γύρω τους.
Τον κοίταζε με τα γυάλινα μάτια της. «Α, είσαι ο Έφις; Ο Θεός μαζί σου. Λοιπόν, από ποιόν ήταν το γράμμα; Από τον ντον Τζατσιντίνο; Εάν έρθει, να τον υποδεχτείτε καλά. Στο κάτω κάτω γυρίζει στο σπίτι του. Είναι η ψυχή του ντον Τζάμε, επειδή οι ψυχές των γερόντων ξαναζούν μέσα στους νέους. Κοίτα την Γκριζέντα, την εγγονή μου!
Η Γκριζέντα τον βοήθησε να τ’ απλώσει επάνω στο χτιστό πάγκο, κατά μήκος του τοίχου, και σκούπισε η ίδια το δωματιάκι και έστρωσε το μικρό κρεβάτι, την ώρα που στο διπλανό καλύβι ακουγόταν ο Τζατσιντίνο να απαντά με σεβασμό και σχεδόν με δειλία στις ερωτήσεις που του έκαναν οι θείες του. «Μάλιστα κυρία, από την Τερανόβα με το ποδήλατο. Σιγά την απόσταση! Ένα πήδημα είναι!
Ο Έφις ένοιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά, έκοψε όμως μια μικρή μαργαρίτα, μάσησε το κοτσάνι και είδε χωρίς φθόνο την Γκριζέντα και τον Τζατσιντίνο να αγκαλιάζονται. Ο Θεός να τους ευλογεί και να τους περιβάλλει πάντα έτσι, με ήλιο και με φως. Το απόγευμα το πανηγύρι ζωήρεψε περισσότερο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν