United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρέξε, σώσε μια ψυχή. Κράτα το μυστικό. Πάρε αυτό.» Η Καλίνα όμως έτρεμε στηριζόμενη στο δεμάτι της από ξύλα που απέναντι από τον κρεμεζί ήλιο της φαινόταν μαύρο σύννεφο. Δεν μπόρεσε έτσι ν’ απλώσει το χεράκι της και τα χρυσά νομίσματα που της έδινε εκείνη τη στιγμή ο Βαρόνος έπεσαν καταγής. Εκείνος εξαφανίστηκε.

Η Γκριζέντα τον βοήθησε να τ’ απλώσει επάνω στο χτιστό πάγκο, κατά μήκος του τοίχου, και σκούπισε η ίδια το δωματιάκι και έστρωσε το μικρό κρεβάτι, την ώρα που στο διπλανό καλύβι ακουγόταν ο Τζατσιντίνο να απαντά με σεβασμό και σχεδόν με δειλία στις ερωτήσεις που του έκαναν οι θείες του. «Μάλιστα κυρία, από την Τερανόβα με το ποδήλατο. Σιγά την απόσταση! Ένα πήδημα είναι!

Βουβοί δεν εταράχτηκαν, τόνε θωρούν με τρόμο. Εφούσκονε ο κατακλυσμός... 'Σ το διάβα του ένας χτύπος Ακούστηκε μικρός.. μικρός, σαν νάθε ξεροσκάση Του λύκου τανασήκωμα, σαν νάθε απλώσει χέριτου πιστολιού το σκάνδαλο... Ανάμεσ' από τόσους Μήπως εξύπνησε κανείς, όπου ήταν παλληκάρι;.. Ξαφνίστηκε ο Χαλήλμπεης..

Μετ' ολίγον επί κεφαλής του πληρώματος ο Γιωργάκης, ο ναύκληρος, ειργάζετο εις την συρραφήν μιας παλαιάς εσχισμένης μπούμας του πλοίου, την οποίαν είχον απλώσει επί του καταστρώματος. Συχνά δε ίστατο, με την σακκορράφαν την χονδρήν εις χείρας, βλέπων προς τους ιστούς επάνω περίφροντις μάλλον ή αφηρημένος. — Θα της βράσουν τάχα κανένα πιατάκι κόλλυβα; διελογίζετο. Ποιος να φροντίση!

Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται. Κεφάλαιο δεύτερο Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα.

Για καρτερείτε τους οχτρούς εδώ κοντά ως να φτάσουν που τα γοργά μας έχουμε καράβια τραβηγμένα, στης αφρισμένης θάλασσας την άκρη, για να δείτε τάχα θ' απλώσει απάνου σας ο Δίας το δεξύ τουΈτσι προστάζοντας παντού τα τάγματα περνούσε, 250 κι' έφτασε ομπρός στους Κρητικούς σα διάβαινε το πλήθος.

Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά....

Ακόμα μια φορά φανερώθηκε ο Ιησούς σε αυτούς, και μετά την συνηθισμένη ευγενική και επίσημη ευλογία Του, κάλεσε τον Θωμά, και του ζήτησε να απλώσει το δάκτυλο του και να το βάλει στα χνάρια των καρφιών και να θέσει το χέρι του στην πληγή του δόρατος στο πλευρό Του, και να είναι «όχι άπιστος, αλλά πιστός». «Κύριέ μου και Θεέ μουαναφώνησε ο δύσπιστος Απόστολος, με μια έκρηξη απολύτου βεβαιότητας, «Επειδή Με είδες», είπε ο Ιησούς, «επίστεψες· ευλογημένοι είναι αυτοί που δεν είδαν και όμως πίστεψαν