United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δείχνοντας κάθε τέχνη της μουσικής πώς να βόσκουν όμορφα, έπαιζε το σουραύλι όσο πρέπει για τα βόιδια κι όσο ταιριάζει στα γίδια κι όσο αρέσει στα πρόβατα. Γλυκόφωνο ήτανε των προβάτωνε, δυνατό των βοϊδιώνε, ψιλόφωνο των γιδιώνε· μ' ένα λόγο κάθε λογής σουραύλια τα μιμήθηκε ένα σουραύλι. Οι άλλοι βουβοί ήτανε ξαπλωμένοι κ' ευχαριστιόντανε.

Την είχε πάρει ο Διάκος Χρονιάρικη ’ς τα Γιάννινα κι' από τ' αστέρι πούχε Καταμεσής ’ς το μέτωπο την έκραζεν Α σ τέ ρ ω. Έβραζ' ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του Την έφερν' ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου. Όλοι προσμένουνε βουβοί... Κανένας πεζοδρόμοςτο ξάγναντο δε φαίνεται... ο Μήτρος, πουν' ο Μήτρος;

Έτσι είπε, κι' όλοι κόμπιασαν και σα βουβοί σωπούσαν. Ώρα πολλή είταν ήσυχοι με σπλάχνα μαραμένα, 30 μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Τ' Ατρέα γιε, παραλαλείς, και θ' αντικρούσω εσένα πρώταμε λόγο, έτσι σωστάκι' αφέντη, μη θυμώσεις. Το θάρρος πρώτα μούβρισες σ' όλους μπροστά, και μούπες είμαι κιοτής κι' απόλεμος· μα αν είμαι, εδώ οι Αργίτες 35 το ξέρουν όλοι, γέροι νιοι.

Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε κι αυτός κι εκείνη απόμειναν μονάχοι, βουβοί και βυθισμένοι σ' όνειρα, σ' αφηρεμάδα, σε λογισμούς ατέλειωτους. Πρώτη φορά που βλέπουνταν στη ζωή τους· περνούσε αποβραδίς απ' το χωριό το παλληκάρι, κι ο γέρος της που φημίζουνταν για ψωμοδότης και φιλόξενος άνθρωπος, τον κράτησε μια νύχτα στο σπίτι του.

Οι άλλοι μαραμένοι, άφωνοι, βουβοί απόμειναν στο πλάι του λοχία τους. Ο Βλαχογιώργος έβριζε ολοένα από τη λύσσα του. Έγυρε μπρος στης πόρτας το διαπόρι πάλι και μανιακός μούγκριξε καταμέσα·Τζούτζιας! Γκότσης! Ντρούλιας! όξου παλιοκούλουκα!... Ήταν αφτοί οι τρεις πρώτοι, οι τυχεροί, που θαλατίζονταν με το σκοινί. Όλοι έμειναν μέσα άσειστοι, βουβοί. Κανείς δεν εκινήθηκε.

Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι. Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε!

Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι. Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά.

Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του.. — Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!... Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων.

Εδώ είνε ο κυρ γιατρός; μουρμούρισε απόξω μια κλαψιάρικη γυναικεία φωνή. Εκεί απάνω οι ταχτικοί του φαρμακείου απόμειναν βουβοί.

Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.