United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τούτον τον Παράδεισον, που δεν σε περιμένει ουδέποτε τρυφή, χωρίς χυδαία όνειρα κοιμούνται κουρασμένοι οι αληθώς σοφοί. Σεις όσοι εφορέσατε ακανθωτούς στεφάνους και θρόνους εσαρώσατε, κι' από σκηπτούχους Καίσαρας κι' αιμοχαρείς τυράννους λαούς απελυτρώσατε. Σεις όσους δεν επτόησεν ακόλαστος Σατράπης διά των μαρτυρίων, και άφθονον εχύσατε την δρόσον της αγάπης και εις ψυχάς αγρίων.

Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.

Προς το παρόν, Σωκράτη μου, είναι ανάγκη να παραδεχθώμεν αυτό το οποίον λέγεις. Σωκράτης. Τότε λοιπόν πώς θα ορίσωμεν τόρα πάλιν την επιστήμην από την αρχήν; διότι δεν πιστεύω από τόρα να είμεθα κουρασμένοι. Θεαίτητος. Διόλου μάλιστα, αρκεί συ να μην αποκάμης. Σωκράτης. Λέγε λοιπόν, πώς πρέπει να την ονομάσωμεν, ώστε να μην αντιφάσκωμεν προς τον εαυτόν μας. Θεαίτητος.

Και ρίχνονταν ακράτητοι, σα κύματα αγριεμένα, Με δύναμη και με θυμό και με μεγάλην έχτρα, Σα να μην είχανε πιαστή, να μη είταν κουρασμένοι, Μπαρούτι απάνω στη φωτιά, μανία στη μανία, Καταστροφή και χαλασμός, βοριάς και τρικυμία.

Οι οφθαλμοί της κουρασμένοι, σχεδόν έκαιον εκ της εντάσεως· η καρδία της εβροντοκτύπα εκ της ανυπομονησίας· η περιέργειά της, κορυφουμένη ένεκεν των εμποδίων, της έκοπτε την αναπνοήν· η χειρ της λυγερής επόνει τρυπωμένη επί των βόλων του χώματος κ' έτρεμεν ελαφρώς, απηυδηκυία υπό το βάρος του σώματος, χαλαρουμένου ολονέν.

Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.

Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε. — Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους. — Α! ποτέ! ποτέ!... είπε ο Περαχώρας. — Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε.