United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε ξέρεις τι θα πη δίψα, ν' ακούσης να μιλούν τη γλώσσα σου, να αισθάνωνται όπως αισθάνεσαι και συ, να ζουν με τα δικά σου τα ιδανικά, να πονούν μαζή σου για ένα κοινό πόνο! Δεν ξέρεις τι θα πη εξορία είκοσι χρόνων, από το σπίτι σου, όσο φτωχικό κ' αν ήταν, από τους δικούς σου, όπου τους έχασες ένα ένα, χωρίς ελπίδα να τους ξαναϊδής....

Έλυσε την μαντίλα από τον στολισμένο της λαιμό και άρχισε να μιλάει με νοσταλγία για το πανηγύρι. «Όλοι είναι εκεί, και τα εγγόνια μου, η Παναγιά μαζί τους. Όλοι εκεί είναι και δροσίζονται, επειδή βλέπουν τη θάλασσα….» «Γιατί δεν πήγατε κι εσείς;» «Και το σπίτι, κυρά μου; Όσο φτωχικό κι αν είναι ένα σπίτι δεν πρέπει να το αφήνει κανείς μόνο, αλλιώς θα μπει το στοιχειό.

Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός. — Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό; Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό. Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας.

Έρχεται απόψε με περισότερη μάνιτα, με φριχτώτερη συνωδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του· δεν έχει νωπού αιμάτου σπίλους στο πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι του φορεί και κρατεί στο χέρι το θριμματισμένο ραβδί του. Μα έχει τόσο στεγνό το πρόσωπο· το βλέμμα τόσο αδάμαστο· τόσο καμπουριασμένο, μικρό κ' ελάχιστο το κορμί που ημπορεί να τρομάξει και γίγαντα.

Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!

Ετραβήχτηκε σιγά σιγά από την συντροφιά και μέσα στης νύχτας το σκοτάδι έγεινε άφαντος. Το πρωί ο καλόγερος δεν ήτανε στο Μοναστήρι· επήρε το φτωχικό του δέμα κ' έφυγε· έφυγε γρήγορα, γρήγορα, να μην τον ιδούν, σαν να τον έδιωχταν! Δεν ήθελε ν' αντικρύση πλιο το μασκαρένιο πρόσωπο του υποκριτή.

Γυρίζει στην Πόλη, πιάνει φτωχικό σπίτιίσια ίσια το σπίτι που κατόπι το ξανάχτισε και τόκαμε κατάστημα για όσες παρόμοιες κοπέλλες θέλανε να ξαναζήσουν τίμια — κ' εκεί πότε με το κλώσιμο, πότε μ' άλλ' αργόχερα, καψόβγαζε το ψωμί της. Εκεί την αντάμωσε ο Ιουστινιανός, την ερωτεύτηκε, κι αποφάσισε να την πάρη γυναίκα του. Η θεια του η Ευφημία φυσικά μήτε να τακούση τέτοιο πράμα.

Μες της θερμής αγάπης της την αγκαλιά βρίσκει ένα λόγο, μια παρηγοριά, να θάψη, να γλυκάνη τις μάβρες, τις πικρές τις στέρησες της τορινής ζωής της. Αφίνει να γλυκοχαράζουν μες τον κουρασμένον της το νου, να φτερουγίζουν μαγικές, ολόχρυσες ελπίδες, για μια νέα ζωή ονειρεμένη, πλουσιοπάροχη, που θενά φέρη με καιρό μέσα στο φτωχικό σπιτάκι τους, η μοίρα της καλότυχής της κόρης.

Ο τούρκος γείτονας δεν ήξερε, αλήθια, πως κι ο Ζώης από τες σάπιες εκείνες ιδέες της αρχοντιάς την έπαθε· μα ο Ζώης που πόναγε, πίστεψε 'ςτα λόγια τούτα πως τούχε τούμπανο ο κόσμος όλος το κόλασμά του, κι από τότες ωρκίστηκε να μη ξαναβγή. Εκλείστηκε με τη αδερφή του 'ςτο φτωχικό του μέσα κι αποφάσισε να περάση τες στερνές μέρες του με κάτι απομεινάρια που τούχε αφήκ' η φωτιά κι ο χάρος.

Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ τρομάζει τόρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα. Απάνω στα λυχνανάματα είδα φανό εμπρός μου τη φωτιά του Στρόμπολι. Ο Νότος παληκάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη Μαρσίλια ως εδώ με δέκαδώδεκα κόμπους την ώρα.