United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξημέρωναν Χριστούγεννα, «Κάτι κακό θα μου συμβή, έλεγε προς την θυγατέρα της». Μετ' ολίγον μανθάνει ότι απεφάσισαν να παύσουν πλέον την τελουμένην εορτήν εις το φρούριον, διότι εν τω μέσω του χειμώνας περιεστοιχίζετο υπό πολλών κινδύνων η εορταστική εκδρομή. «Το είπα εγώ, κάτι κακό θα μου συμβή», επανελάμβανεν έπειτα εις την κόρην της, εν μελαγχολία θεωρούσαν τας θυγατέρας της γειτονιάς να περικαλλύνωσι τους οίκους των. «Τάμαθες; δεν θέλουν να παντον Χριστό.

Και ποτέ δεν θα τη δήτε τη γυναίκα, κατά πόδα να πηγαίνη με τη μόδα. Άφησε τα πειά και τάλλα. Αν πεισθήτεόσα είπα και μ' ακούσετε κ' εμένα, θα περάσετε, πολίται, τη ζωή ευτυχισμένα. Α’ ΓΥΝΗ Ώ Πραξαγόρα μου γλυκεία! τα είπες μια χαρά. Και όλ' αυτά πού τάμαθες, φτωχή μου;

Κ' έχεις δίκαιον που να τα μάθης; Έλα λοιπόν νακούσης. Ο θνητός μια μέρα θα πεθάνη κι' ούτε υπάρχει άνθρωπος να ξέρη αν θα ζήση ως αύριο. Γιατί κανείς δεν ξέρει που πηγαίνει η Τύχη, κι' ούτε ημπορεί με τέχνη να το μάθη. Τώρα λοιπόν που τάμαθες της τύχης από μένα κύτταξε πως να την χαρής σήμερα τη ζωή σου· πίνε, και τάλλα άφησ' τα στην τύχη να τα κάμη.

Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το χωριό τον αστυνόμο. — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει; — Δεν τάμαθες! — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω. — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών. Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε. — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!...

Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα.

Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε: — Τάμαθες, πατέρα; . . . Θα παντρέψουμε τ' Αργυρώ μας. . . Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είνε πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ' Αργυρώ μας . . . για να μην κακιώση ο γαμπρός! . . . Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ' εφιλιώθη με την σύζυγόν του.

ΒΑΤΤΟΣ Μήπως κρυφά και κλέφτικα το βράδυ τις αρμέγεις; ΚΟΡΥΔΩΝ Τι λες! ο γέρος έρχεται και βάζει τα μοσχάρια στη μάννα να βυζάξουνε και με προσέχει εμένα. ΒΑΤΤΟΣ Και σε ποια χώραν άφαντος επήγεν ο βουκόλος; ΚΟΡΥΔΩΝ Δεν τάμαθες; στον Αλφειό μαζί του τον επήρε ο Μίλων. ΒΑΤΤΟΣ Μπα; και πότε αυτός στα μάτια του είδε λάδι; ΚΟΡΥΔΩΝ Μα λένε πως στη δύναμι τον Ηρακλή περνάει.

Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός. — Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό; Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό. Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας.

Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές; — Πού να τα μάθω πίσωτα πράματα: — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο.