United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' είπε, τα κεφαλάκια των χαϊδεύοντας η Αλκμήνη: «Ύπνο γλυκό κ' ύπνο αλαφρό, παιδιά μου κοιμηθήτε, »κλείσετε τα ματάκια σας, ευτυχισμένα αδέρφια· »καλότυχο το πλάγιασμα και το ξημέρωμά σας». Και λέγοντας τα λόγια αυτά κουνούσε την ασπίδα και τα παιδιά κοιμήθηκαν κ' ύπνος γλυκός τα πήρε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Αφήστε με, αφήστε με. Μη με κρατείτε τώρα. Ξαπλώστε με, τα πόδια μου δεν με κρατούν. Ο Χάρος κοντύτερα μου έρχεται. Τα μάτια μου θολώνουν. Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι πια στον κόσμο. Είθε εσείς τουλάχιστον να ζήτε ευτυχισμένα! ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονον τα λόγια σου μου σφίγγουν την ψυχή μου κ' είναι για με σκληρότερα ακόμα κι' απ' τον Χάρο!

Η νέα αυτή περιέργεια σκόρπισε σχεδόν όλον τον κόσμο των ονείρων, που μας έδενε ως τώρα, και πλάτυνε τον κύκλο της αίστησής μας τόσο, ώστε να περικλείση και τη ζωή εκείνων, που είχανε ζήσει κ' εργαστεί και υποφέρει σ' αυτό το μέρος και που ο καιρός που πέρασε τους άλλαξε τόσο σκληρά, ώστε να μην τους χρυσώνουν πια ευτυχισμένα όνειρα την τραχειά πραγματικότητα.

Έως τώρα σ' όλη την οικουμένη βρήκα, εξόν από το Ελδοράδο, μονάχα δυστυχισμένους, μα γι' αυτή την κοπέλα και για τούτο τον θεατίνο στοιχηματίζω, πως είναι πολύ ευτυχισμένα πλάσματα. — Στοιχηματίζω, πως όχι! είπε ο Μαρτίνος. — Παρακάλεσέ τους, αν θέλης, είπε ο Αγαθούλης, να δειπνήσουνε μαζί μας και θα ιδής, αν γελιέμαι.

Μα η ευχαρίστησις που είχα διά την ενέργειαν που ακολούθησεν ευτυχισμένα, εμετεστράφη ογλήγορα εις τόσον πόνον. Επειδή και ευθύς που το πνεύμα μου εμπήκεν εις το κορμί της ελάφου, ο άνομος και επίβουλος Δερβύσης έκαμε να περάση το εδικόν του εις το κουφάρι μου και ωσάν έλαβε την μορφήν μου, ευθύς παίρνει το δοξάρι μου και το ετέντωσε να με σκοτώση.

Και τέλος πάντων μετά τον θάνατον του βασιλέως και της βασιλίσσης, το βασιλόπουλον έλαβε τον θρόνον του πατρός του, και εβασίλευσεν ευτυχισμένα εις την Κίναν· η δε βασιλοπούλα επήγεν εις το νησί Χαρμοστάν και εβασίλευσεν εκεί, έως που έγινε γυναίκα του μεγάλου Προφήτου Σολομώντος.

Δίπλα το ρέμμα κύλαε θολά νερά, βροντομαχώντας κι αφρίζοντας. Η βρύση της αυλής έτρεχε ακόμη με μουρμουρητό, σα φλύαρο στόμα γριάς που λέει τα ευτυχισμένα χρόνια της. Και το σπιτάκι με τους μουχλιασμένους τοίχους και τη μαύρη του σκεπή, φαινόταν βυθισμένο σε συλλογή. Μα ήρθαν οι άνθρωποι κι άλλαξαν για μιας μέσα κι όξω την όψη του.

Στην ιδέα μου είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού κιάς λένε ό,τι θένε οι ζηλιάρηδες· είνε μια ολιά άπραγος, μα με τον καιρό θα πάρη πράξι και θα ζήση με τη γυναίκα του ευτυχισμένα, ως έζησες κιαπατός σου με το Ργινιό.

Μου το έταξε ο θεός. — Νομίζεις ωστόσο πως θα μου φύγης γλήγορα; είπα. Ανατρίχιασα με τα λόγια μου κ' αιστάνθηκα πως λίγο έλειψε να μην μπορέσω να τα προφέρω. — Αυτό δεν το ξέρω, είπε και ξανακκούμπησε το κεφάλι απάνω μου. Ξέρω μόνο πως δε θα το κάμω ποτέ μόνη. Σώπασε και δε βρήκα και γω λόγο να της απαντήσω. Την κοίταξα. Είτανε πάλι απαράλλαχτη όπως τα ευτυχισμένα χρόνια μας.

Το είπε αυτό όχι νοσηρά όπως πρωτήτερα, όχι με κείνον το σχεδόν εχτρικόν τόνο, που μεταχειριζότανε όταν πίστευε πως εμείς που ζούσαμε την εμποδίζαμε νανήκη σε κείνον που είτανε νεκρός. Το είπε απαλά κ' ήρεμα και σχεδόν ευτυχισμένα, με μιαν έκφραση σα ναποχαιρετούσε κάτι περασμένο, που δε θα ξαναγύριζε ποτέ.