United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη γλώσσα που σήμερα λαλεί, την έχει από τα χρόνια τα παλιά, από τους αρχαίους την άκουσε, την πήρε, μπορώ να πω, μέσα από των αρχαίων το στόμα. Κι από πού το βλέπουμε; Από τους τύπους που συνηθίζει η γλώσσα μας ακόμη και σήμερα. Ο καθένας διάβασε στη γραμματική, μερικοί μάλιστα έμαθαν απ' όξω τα συνηρημένα ρήματα και κλίνουν το φιλέ-ω, φιλώ, φιλέ-εις, φιλείς, φιλέ-ει, φιλεί.

Από τα παλιά της χρόνια γεμάτη αυτή ζωή και δραστηριότητα· από τα παλιά της στολισμένη με το περίλαμπρο εκείνο παλάτι της, θάμα του κόσμου. Μα ας πάρουμε οδηγό μας τον Αχιλλέα τον Τάτιο, κι ας «κοσμογυρίσουμε», καθώς ο ίδιος λέει, τους απέραντους και καταστόλιστους δρόμους της.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Ο ήλιος με τάιζε φως. Διψούσα και τόπινε η ψυχή μου. Τι παράδοξα, τι διαμαντόλαμπα μάτια που τα είχε η Λέλα! Στα μάτια της μέσα είταν αχτίδα κρυμμένη· άνοιγε τα βλέφαρά της κ' η νύχτα σπιθοβολούσε. Τι καλά που ήξερε να με μαγέψη! Πού τάβρισκε τα γλυκά, τα χαριτωμένα, τα ουρανόφωτα λόγια που μου έλεγε; Τι απλά, τι άκακα που μιλούσε! Δε θα ξαναζήσω άλλη τέτοια χρονιά.

Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα.

Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε! Τριάντα χρόνια ζήσαμε μαζί, μονιασμένοι και αγαπημένοι· ψυχρό λόγο δεν άκουσε ο ένας από τον άλλον. Το Μοσχαδώ απάνω, το Μοσχαδώ κάτω. Κ' εκείνη τον Αποστόλη της. Άλλος από τον Αποστόλη δεν ήταν στον κόσμο. Μια μέρα να μη την έβλεπα, έχανα τον κόσμο. Ο Θεός μας έδωκε με το τσουβάλι τα παιδιά. Γέμισε το σπίτι παιδιά. Το Μοσχαδώ τίποτε!

Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου. Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κη αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γιαυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας.

Πάει, απ' απόψε η Χάιδω μας χάνει. Πώς θα λα τον φτουρίσουμε αυτόν το μισεμό. Κακότυχέ μου ντουρί, κακότυχέ μου ντουρί... Τώρα και πέντε χρόνια πέρναγ' από την Άρτα. Μέσα στο περιαύλι της Πυργιορίτσας μου δείξαν τον τάφο του κακότυχου Φώτου. Και κλαίοντας ο πατέρας του ο ίδιος, ο Λάμπρος Ζάρμπας, μου διηγήθηκε την ιστορία του.

Πέρασε πλήθος χρόνιατου ζευγολάτη τόργωμα, 'ς του πιστικού τη στάνη, Μέσ' 'ς το καλύβι του ψαρά, 'ς τα μεσοχώρια μέσα, Μέσα εις κελλιά μοναστηριού, 'ς αρματωλού λημέρια. Άκουσε τ' αναστέναγμα του ναύτη, τ' αγωγιάτη Του θεριστή του αργατικού έμαθε το τραγούδι, Της βοσκοπούλας το σκοπό, το μοιρολόι του κλέφτη. Το διαμαντένιο στέμμα της, οπώλαμπε 'σαν ήλιος, Τούχε λερώσει ο κορνιαχτός του κάμπου.

Δεν είδα εγώ, δεν άκουσα να πουν πως ένας άντρας σκέφτηκε ως τώρα συφορές μες σε μια μέρα τόσες, όσα μας έκανε δεινά ο Έχτορας, που ωστόσο θεού να πεις ή θέϊσσας δεν είναι ακριβοπαίδι. 50 Τόση είναι η βλάβη, που θαρρώ καιρό ο στρατός και χρόνια θάν τη θυμάται· έτσι βαριά μάς έχει αφανισμένους.