United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χ' τ εσέν' της γης η όψη Παντού κατοικημένη, Βλαστίζει στολισμένη Με λογιαστή θωριά. Τα πάντα ζιούν και είναι Στη δύναμί σου μόνη, Και ο κόσμος ξανανιόνει Με κύκλο σταθερό. Στην προσταγή σου νιόθει Μαλακομένο στήθος, Το ανήμερό της ήθος Η τίγρι απαρατάει. Τ' αρπαχτικό Γεράκι, Το αθώο Περιστέρι, Με το γλυκό τους ταίρι Συζιούν μες τη φωλιά.

Ετούτος ο βεζύρης ήτον ένας από τους πλέον κακοτρόπους του κόσμου, οι οποίοι δεν έχουν αντίρρησιν να κάμουν τες μεγαλύτερες ανομίες διά να πληρώσουν την επιθυμίαν τους. Είχεν αυτός μίαν θυγατέρα δέκα οκτώ χρονών και την ωνόμαζε Μπάλκω, η οποία ήτο στολισμένη με όλα τα καλά ήθη.

Επειδή βέβαια κανένας δεν ξέφυγε τον έρωτα, μήτε θα τον ξεφύγη όσο που υπάρχει ομορφιά και τα μάτια βλέπουν. Κ' εμάς ας μας βοηθήση ο θεός σαν φρόνιμοι να γράψουμε την ιστορία των άλλων. Η Μιτυλήνη είναι της Λέσβος πολιτεία, μεγάλη κι' όμορφη, επειδή χωρίζεται από περάματα, γιατί η θάλασσα σιγομπαίνει στην ξηρά, κ' είναι στολισμένη με γεφύρια από πελεκητή και λευκή πέτρα.

Ούτω στολισμένη μου ενθύμιζε την Σεμίραμιν, την Φαίδραν, την Κλεοπάτραν, την Θεοδώραν και τας άλλας ηρωίδας αι οποίαι ετάραττον τον ύπνον μου όταν ήμην εις το σχολείον. Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ' ακόμη μεγαλείτερος ο φόβος του να μη λησμονήση ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του, έστω και λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην η άλλον καταστηματάρχην.

Φώναξε ο Διονυσιοφάνης δυνατώτερα από το Μεγακλή· κι αφού πετάχτηκε επάνω, φέρνει μέσα τη Χλόη, πολύ όμορφα στολισμένη, και λέει: — Τούτο το παιδί το ποραπέταξες· αυτή την παρθένα μια προβατίνα με την ένοια των θεών σου την ανάθρεψε, όπως μια γίδα το Δάφνη μου.

Εφόρειε μεγάλη σκούφιατο κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, όπου σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ' άρματα, εφαίνονταν και τ' άρματα κ' εφαίνονταν κι αυτός.

Ότι δε τα έργα μου έγειναν χρήσιμα εις τους θεούς αρκεί, διά να το εννοήσης, να παρατηρήσης εξ' ύψους την γην όλην και να ίδης ότι δεν είνε πλέον ξηρά και ακαλλιέργητος, αλλά στολισμένη με πόλεις, αγρούς καλλιεργημένους και φυτά ήμερα, και την θάλασσαν διασχιζομένην υπό πλοίων και τας νήσους κατοικημένας, πανταχού δε βωμούς και θυσίας και ναούς και πανηγύρεις•

Στα πορφυρένια χείλη Το έχει πλούσιο η Φύλλη, Κι' ασύγκριτα γλυκύ· Μον τολμηρό αν ορμήσης, Το μέλι να ρουφήσης Σα στ' άνθια, κι' αποκεί. Μάθε κι' η λιγερένια, Χείλη τα κοραλλένια Παράχει τρυφερά· Και προσέχε, μαζί σου Μη πάρης το κεντρί σου, Και βλάψης τρομερά. Η γλυκυτάτη Άνοιξι Με τ' άνθια στολισμένη, Ροδοστεφανομένη Τη γη γλυκοτηράει.

Τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς και έφεραν φωτιάν και έκαυσε τας τρίχας εκείνας και ευθύς εσείσθη όλον το παλάτι και ιδού παρουσιάσθη μία μεγαλοπρεπής και στολισμένη γυναίκα.

Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων: — Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο; Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν. Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της. Επανήρχετο από την εκκλησίαν.