United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα. Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτα μον εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. 50 Κάλοι, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μον βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση.

Μπορεί μάλιστα τα κύματά του να πάρουν άλλη θωριά, να διή ουρανό που δε γνώριζε πρώτα, και σαν τον ουρανό με τα σύννεφα, να γίνη, και κείνος άσπρος και γαλάζιος. Ίσως άλλαξε κι ο ποταμός.

Μόλις πέρασαν πέντε χρόνια από τότες που θρονιάστηκε ο Ιουστινιανός, και ξέσπασε το κακό εκείνο . Τη θυμούμαστε την περιγραφή του ιπποδρομίου της πρωτεύουσας με τα κόμματά του. Ιπποδρόμιο είχε και κάθε άλλη μεγάλη πόλη του Βασιλείου, και πολλά τους φυλάγανε λίγο πολύ την αρχαϊκή θωριά των Αγώνων.

Γιατί εδώ το ζήτημα το γλωσσικό παίρνει πια καινούρια θωριά, και καταντάει σήμερις προπαγαντίδικο, όχι όμως με την ωραία σημερνή έννοια της λέξης, παρά με την παλιά ρωμανοκαθολική, που η τάση της είτανε κατεφτείας να διακόψη κάθε είδος εθνική παράδοση, για να κατασκεβάση με το καινούριο ελληνικό έθνος μια λεβαντίνικη φυλή, με κάθε άλλο παρά εθνική συνείδηση και συνοχή...

Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.

Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι, ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα. Τώρα με τούτοΛΑΕΡΤΗΣ Τι με τούτο, Κύριέ μου; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου; ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά, θωριά χωρίς καρδιά; ΛΑΕΡΤΗΣ Τι το ερωτάς;

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του.

Πού είναι τώρα τα νοστιμόλογά σου; τα πηδήματά σου; τα τραγούδια σου που η αστραψιαίς της ιλαρότητός σου, οπού κάθε φορά εις το τραπέζι ετρικύμιζαν όλην την συντροφιά των καλεσμέ- νων; Απ' όλα εκείνα δεν σου μένει ουδέ ένα διά να ανα- παίξης τώρα αυτό σου το πικρόγελο; ξεμαγούλωτος τε- λείως; — Πηγαίνετε τώρα εις την κάμαραν της σεβαστής μου κυράς και ειπέτε της να βάφεται με ένα δάκτυλο φτεια- σίδι, και πάλιν τέτοια θα καταντήση η θωριά της· κάμε την να γελάση με τούτο. — Οράτιε, παρακαλώ σε, ειπέ μου ένα πράγμα.

Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη. — Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσατον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής. — Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν έχει καμμιά θωριά! — Αχ!