Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Και να του πης τι; είπεν ο Θευδάς, εξαφθείσης της περιεργείας αυτού. — Να του πω τα συμβάντα, είπεν ο Τρέκλας. — Και ποια είνε τέλος πάντων αυτά τα συμβάντα, διάβολε! έκραξεν ανυπομονήσας ο Θευδάς. — Πολλά και σπουδαία. Έχε υπομονήν, είπε μετά της αυτής σοβαρότητος ο Τρέκλας. Πρώτον φωτιά άναψεν εις το μοναστήρι. — Φωτιά; και τι έχει να κάμη ο αφέντης μου;

Εγώ είμαι, ακολούθησεν αυτή, θυγατέρα του βασιλέως τούτης της χώρας· μίαν ημέραν που επήγαινα εις τα λουτρά είδον αυτόν τον Ναμαράν εις το εργαστήρι του, και ευθύς έλαβα μεγάλον έρωτα δι' αυτόν, και από εκείνην την ώραν έχασα κάθε μου ησυχίαν και ανάπαυσιν, επειδή η φαντασία μου δεν έλειψε πάντα από αυτόν και τόσον άναψεν η καρδιά μου από τον έρωτα που δεν επέρασε πολύς καιρός και έπεσα άρρωστη εις το κρεββάτι.

Βλέποντας ο βασιλεύς ένα τέτοιον περίεργο κυνήγι, άναψεν από επιθυμίαν διά την πιάση ζωντανήν· έτρεξε με μεγάλην βίαν διά να την φθάση, μα η έλαφος αναγελώντας το κυνήγημά του, έφυγε με τόσην ογληγοράδα, που εις μίαν στιγμήν δεν την είδε πλέον.

Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν έν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζύ με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην.

Ο Καλίφης μην υποφέροντας πλέον την διήγησιν του βεζύρη του, από την ζήλιαν του άναψεν από θυμόν, και εφώναξε τους φύλακάς του, και τους είπεν. Επάρετε τούτον τον τολμηρόν και αυθάδη βεζύρην, και φυλακώσετε τον έως άλλην μου προσταγήν.

Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Πλην της χωλής τραπέζης, υπήρχαν εκεί και δύο χωλά σκαμνία• το σκότος όμως ήτο ψηλαφητόν, μέχρις ου άναψεν ο φιλοξενών με μικρόν οκτάγωνον φανάριον έχον σχήμα θυμιατηρίου και υπεξαιρεθέν πιθανώς έκ τινος απροστατεύτου τάφου.

Κόρη, και μέσ' 'ςτόν ύπνο σας, μέσ' 'ς ταγκαλιάσματά σας Και μέσ' 'ς τα χάιδιατα φιλιά, θαρθώ να τον παλέψω, Κι' αν τον νικήσω, ξέρε το, δική μου θα να γένης. Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι. Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη; Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος, Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.

Αλλ' αυτοί μη λογαριάζοντες ούτε αυτόν τον βασιλέα, ούτε άλλον, άρχισαν να φονεύουν τους ιδικούς μας ανθρώπους, όπου τους εναντιώθησαν και ευθύς άναψεν ο πόλεμος αναμεταξύ εις ημάς και εκείνους και όταν εγώ είδα ότι εθανατώθη ο πρέσβυς, και οι άνθρωποι αυτού, ομοίως και οι ιδικοί μου έμειναν φονευμένοι εις τον πόλεμον και το άλογον μου πληγωμένον ολίγον, εβάλθην εις φυγήν και όσον το άλογον ημπορούσεν απεμακρύνθην από τους ληστάς.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν