United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου. — Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος. Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου, σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη. Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη.

Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν. Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν. — Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν. Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην. — Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς. — Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε; — Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα.

Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον. — Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων. Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων.

Εγώ ήρθα ξαργούγια να σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον ·Άι-Λια, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου . . . — Κ' εμένα, κ' εμένα! έκραξεν ο Μανώλης. — Κ' εσένα, μικρέ μου . . . — Θα έχη λειτουργιά αύριο στον Άι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα προς στιγμήν την ανησυχίαν της η Αφέντρα.

Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;

ΜΑΚΒΕΘ «Δεν έχεις ύπνοντο εξής», εβόυζε. « Τον Ύπνον ο Γλάμης τον εσκότωσεν, ώστε δεν έχει πλέον να κοιμηθή ο Καουδώρ, να κοιμηθή ο ΜάκβεθΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ποίος τα έκραξεν αυτά; — Αγαπητέ μου Θάνη, λυγά και χαλαρόνεται η ανδρική καρδιά σου, εάν αφίνης εις αυτά να χάνεται ο νους σου.

Καλως τακάνετε! καλησπέρα, Θανάση με τη φαμίλια σου!, έκραξεν ο Λάμπρος με την λιγυράν και θωπευτικήν φωνήν του και με την μελισταγή ευπροσηγορίαν του. — Καλως τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του. — Ε; είμαστε για νάμαστε; — Μα βέβαια . . . Εσείς δεν εφανήκατε κανένας σας, ούτε σεις, ούτε οι άλλοι . . . Είπα κ' εγώ μαθέ, γιατί δε μου μιλεί κανένας; . . . Να μη μ' πη κανένας ένα λόγο; . . .

Έτσι λέγοντας η Κεριστάνη, έκραξεν ένα εξωτικόν, και το επρόσταξε να φέρη ευθύς τον βασιλέα εις το παλάτι του εις την Κίναν. Ο εξωτικός υπακούοντάς τον επήρεν εις τες αγκάλες του, και εν τω άμα τον έφερεν εις την Κίναν, και τον απόθεσεν εις το παλάτι του.

Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Ήσαν δύο παλαιοί, λησμονημένοι χωροφύλακες, από την εποχήν προ του Συντάγματος, με τουζλούκια και με χειρίδας ανοικτάς, δυσκίνητοι, συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια, και μη θέλοντες να φαίνονται κακοί. — Έννοια σας, εσείς! έκραξεν ο Λούκας χωρίς να ταραχθή. Ξέρω εγώ τι να του πω του μπάρμπα-Χρήστου, και μη σας μέλη.