United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας. Και εξήλθον του ατρίου. Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας. Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς.

Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση. — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου. — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; — Το ηξεύρεις, αυθέντα.

Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν. Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο.

Ακολουθούντες τον διάδρομον ο Βινίκιος και ο Κρότων έφθασαν εις στενήν αυλήν, περιβαλλομένην από κτίρια. Η αυλή, αύτη απετέλει είδος ατρίου κοινού εις όλην την οικίαν, έχοντος εις το κέντρον μίαν κρήνην, της οποίας το ύδωρ έπιπτεν εις μίαν χονδροκαμωμένην λεκάνην.

Και έπειτα όλοι: — Ναι! Τιμώρησον αυτόν! Πάντες απεμακρύνοντο από τον Πετρώνιον. Και αυτός ο Τούλιος Σενεκίων, ο παλαιός σύντροφός του εις την αυλήν, και ο νεαρός Νέρβας, όστις, έως τότε, είχε δείξει προς αυτόν ζωηροτάτην φιλίαν, απεμακρύνθησαν. Ο «βασιλεύς της κομψότητος» είχε μείνει μόνος εις το αριστερόν του ατρίου.

Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου. — Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος. Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου, σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη. Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη.

Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον καλέση ο επιστάτης του ατρίου. Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου, ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε μετέβη εις το άτριον.

Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργάκαι οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις. Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.