United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν. Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο.

Το μοναχικό άστρο φώτιζε από ψηλά το αγκάλιασμά τους μ' ένα ζηλόφθονο φως. Δυο λευκοί άγγελοι, που σχίζανε το στερέωμα απ' Ανατολή σε Δύση, σταμάτησαν ξαφνισμένοι απάνω απ' τους αγαπημένους το γλήγορο πέταγμα και ζύγιασαν τα φτερά τους. Ο ένας άγγελος είπε στον άλλον: — Τι όμορφος κόσμος!... Και τίναξαν πάλι τις φτερούγες τους και τράβηξαν το δρόμο τους απ' Ανατολή σε Δύση.

Οι εποχές έρχονται και πάνε με πρόσχαρην ή λυπητερή συνοδεία, και με πόδια φτερωμένα ή μολυβένια περνούνε τα χρόνια από μπροστά τους. Έχουν τη νιότη τους και την ανδρική τους ηλικία, είναι παιδιά και γερνούνε. Αυγή είναι πάντα για την Αγία Ελένη, ως ο Veronese την είδε στο παράθυρο. Μέσ' από τον ήσυχον αέρα οι άγγελοι της φέρνουν το σύμβολο του πόνου του Θεού.

Σίγα· εσύ φαντάζεσαι που δεν υπάρχουν άλλες μορφές να του μοιάζουν γιατί δεν έχεις ιδεί άλλους, ειμή αυτόν και τον Κάλιμπαν. Τρελλή κόρη! Σιμά εις το πολύ των ανδρών, τούτος είν' ένας Κάλιμπαν, κ' εκείνοι, σιμά του, άγγελοι. ΜΙΡ. Η αγάπες μας λοιπόν είναι πολύ ταπεινές· εγώ δεν φιλοτιμούμαι να ιδώ καλύτερον άνδρα.

Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. Τεραστία μεταμόρφωσις! Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.

ΜΑΛΚΟΛΜ Ο Μάκβεθ όμως είναι, κ' εις βασιλέως προσταγήν 'μπορεί να υποκλίνη και άνθρωπος ενάρετος. — Αλλά συμπάθησέ με. — Οι στοχασμοί μου δεν αρκούν διά ν' αλλάξης φύσιν. Οι Άγγελοι αιώνια φωτοβολούν και λάμπουν, ακόμη κι' αν αμάρτανε ο φωτεινότερός των! Της Αρετής το πρόσωπον το παίρνει η Αχρειότης, πλην δεν αλλάζει δι' αυτό της Αρετής η όψις. ΜΑΚΔΩΦ Α! Χάνω την ελπίδα μου!

Τους άφησα και έφυγα. Προυχώρησα παρέκει, 'Μπήκα σε κάτι φλαμουριαίς. Έρχονταν από πέρα Τρεις κόραις. 'Σάν οι Άγγελοι Πετούσαντον αέρα. Δυο ήταν από τα πλευρά. Και μιατη μέση στέκει. Αγγαλιασμέναις και η τρεις. Αι χάριτες μου 'φάνη Πως έρχονται. Κυτάζονται Η μία με την άλλη, Κι' όλος ο τόπος έλαμπε... Τι ωμορφιά!...Τι κάλλη!... Από τον ώμο τεχνικά Η μια την άλλη πιάνει.

Τότε πρώτον το πρόσωπον τούτο, εις το οποίον οι Άγγελοι θεωρούσιν ως τα βρέφη εις την λαμπράν του ηλίου ακτίνα, επλήγη υπό αθλίου δούλου. Την ύβριν υπέφερεν ο Χριστός μετ' ευγενούς πραότητος.

Μα δεν είχε εικόνες: ήτον όλη ασβεστωμένη!-μόνο στο τέμπλο το ξύλινο που στέκονταν πάνω απ’την Ωραία Πύλη δύο άγγελοι σκαλιστοί, μαυρειδεροί, καμμιά φορά χρυσωμένοι, ήταν ένας Άρχων Γαβριήλ κ' ένας Άι-Γιάννης ο Πρόδρομος μ' ένα καντηλάκι αναμμένο ο καθένας μπροστά του.

Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα και αγκάλιαζα όχι μόνον τους συγγενείς αλλά και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι εφαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη επίστευα πως μ' εχαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς ώρισες, καλώς ώρισες! Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκηο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του.