United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας, ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος.

Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος, όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο Κίσσαβος.

Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!

Σ' αυτά τα λόγια η Αμινά πήρε ένα φλάουτο από μια θήκη με κίτρινο σατέν και την έδωσε στην Σεραφεία, που τραγούδησε αρκετά τραγούδια με την συνοδεία του. Όταν κουράστηκε είπε στην Αμινά. «Αδελφή μου, δεν μπορώ πια· σε παρακαλώ έλα και πάρε την θέση μου

Χριστέ μου, ήσουνα παιδί ακόμα δώδεκα χρονώ, όταν προτίμησες με τους Λευίτες να μένης στον Ναό, αφίνοντας τον Ιωσήφ και την Μαρία να σε ζητάνε με τρεμόκαρδα στην συνοδεία. ΜΑΝΝΑ. Ευτυχισμένες η Μαννάδες όσες δεν γεννήσανε. ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε παιδιά δεν αναστήσανε. ΜΑΝΝΑ. Μακάριες η στείρες, όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες της καρδιάς, τα φύλλα που ραγίζουνε.

Συγχρόνως ανήρχετο κατόπιν των η άλλη συνοδεία, και ο Μανώλης ο Πολύχρονος, εν τω μέσω ιστάμενος, έλεγε ταπεινή τη φωνή, με αλληγορικάς, ως εσυνείθιζε, φράσεις·

Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης.

Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδερόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσαπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ' εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με την συνοδεία του Δεσπότη.

Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της. Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι.

Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού.