United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο ασθμαίνων και περιπόρφυρος.

Ο Κωστής, ο νεαρός φίλος μου, μου είχε κάμει αληθή υποβολήν, αν όχι υπόμνησιν του ταξίματός μου. Δεν εκρατούμην και εκίνησα πάραυτα. Το φεγγάρι ήτο εννέα ή δέκα ημερών. Ελογάριαζα μιας ώρας ανήφορον έως τον Άγιον Ηλίαν, μιας ώρας συνάντησιν και διατριβήν μετά προχείρου δείπνου, εις την τοποθεσίαν αυτήν, και τριών τετάρτων περίπου κατήφορον έως την Παναγίαν.

Η τρίτη σκέψις του υπήρξε να φωνάξη προς την πολίχνην, εις τους κατοίκους, εις τους φίλους και τους γείτονας να τρέξουν με βάρκες να σώσουν τους πνιγομένους. Αλλ' έπρεπε να τρέξη χίλια βήματα τον ανήφορον διά να φθάση εις την κορυφήν της ακτής, οπόθεν αντίκρυζεν η πολίχνη.

Ας είνε ωστόσο· αφού το θέλετε, ψάξτε, σκάβετε, σκάβετε· κάτι θα βρήτε· ή κόκκαλα, ή κοχύλια, ή λαλαρίδια. — Είπε, κ' επήρε δρόμον κατά το ρέμμα. Ημείς εμαζέψαμεν τα σύνεργά μας κ' επήραμεν τον ανήφορον, επιστρέφοντες εις το χωρίον.

Αλλ' αν ο τροχός ανεβαίνη τον ανήφορον, αγκάλιασέ τον να σε σύρη κ' εσένα επάνω. — Αν εύρης σοφόν να σου δώση πλέον σωστήν συμβουλήν, δος μου οπίσω την ιδικήν μου. Αφού είναι συμβουλή τρελλού, ας την ακολουθήσουν οι ανόητοι. Όποιος κοπιάζει διά να κερδίσει, κι' όποιος αγαπά προς το θεαθήναι, θα το στρήψη άμα η βροχή αρχίση. Εις την τρικυμίαν συ, αν θέλης, μείνε, Αλλ' εγώ δεν φεύγω.

Και ετράπησαν όλαι αι γυναίκες προς τον ανήφορον, όπου ο γέρων πηδαλιούχος ανήρχετο ακόμη σιγά-σιγά χωλαίνων με τους δύο πρισμένους πόδας του και τα δύο χονδρά ραβδία του. — Αρί-σείς, ηκούσθη όπισθεν πάλιν η φωνή της αιτούσης γραίας. Αρί-σείς, δος τε μου δυο φ'λλάκια πλειο· τι ήτανε! Μάλαμμα τα κάματε;

Η υπόθεσίς σας είνε ομοία με εκείνην, ώστε, εάν η Ηδονή κερδίση, και ο Αρίστιππος θα παραχωρηθή εις την Τρυφήν• εάν δε νικήση η Στοά, και ο Αρίστιππος θα επιδικασθή εις την Αρετήν. Ώστε άλλοι ας έλθουν. Και να μη δοθή αμοιβή εις τους κληρωθέντας διά την αναβληθείσαν υπόθεσιν, αφού έμεινεν αδίκαστος. ΕΡΜ. Εις μάτην λοιπόν έκαμαν τον κόπον άνθρωποι γέροντες ν' αναβούν τόσω μεγάλον ανήφορον;

Αμήν! είπεν ο καπετάν Γεωργάκης, εννοήσας ότι τούτο εσήμαινε: «να αποκτήσης πολλά, διά να χαρίσης αναλόγως». Ακολούθως ίππευσεν επί του μεγαλοσώμου ζώου, και ανέβη τον ανήφορον, δια τον Άι-Λιάν. Είτα επήγεν εις του παπά-Γερεμία, εξωμολογήθη, και δεν άφησε τίποτε που να μην το είπη, εκτός αν εξέχασε μερικά! Κατόπιν επέβη του ημιόνου, κ' εξεκίνησε διά το κτήμα του.

Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκύτταζε τα αιγοπρόβατα του, τα εφώναζε «Τίβι! τίβι! . . . όι! όιΕπροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδηγήση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του. Οι δύο άνδρες εχαιρέτισαν τον Λυρίγκον. Είτα τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παληογυναίκα, πώς την λεν, την Φραγκογιαννού». Ο Λυρίγκος είπεν όχι.

Εξήλθε και η ηλικιωμένη γυνή, παρέλαβεν εις τας αγκάλας της και απεβίβασε και τον γέροντα πηδαλιούχον ως σάκκον πλήρη και αυτόν, όστις αμέσως με δύο χονδράς ράβδους επιστηριζόμενος ανήρχετο σιγά- σιγά τον ανήφορον, εν ώ αι τέσσαρες νεάνιδες και η άλλη γυνή, φορτωθείσαι ανά δύο ογκώδεις σάκκους, έσπευδον προς την οικίαν των, αφού προσέθεσαν εν ασφαλεία την λέμβον.