United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν. — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην; — Μίαν ώραν περίπου. — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα.

Έβλεπε πλήθος παιδιά να παίζουν εις το χείλος του κρημνού, χωρίς φόβον και χωρίς έν εξ αυτών να κυλισθή ποτέ τον κατήφορον. Άλλα, ως είδος παιδικής γυμναστικής, κατωλίσθαινον εις την Γλίστραν, ήτις κατήρχετο διαγωνίως εκεί προς χαμηλόν επίπεδον, σχεδόν σύρριζα στον κρημνόν· πέτρα πελεκημένη, λεία, ως πέντε οργυιάς τo μήκος το κατωφερές. — Ου ου ου; — Έχεις παιδιά; — Α α α!

Επήραμεν τον κατήφορον, και αφού διήλθομεν τρία ρέμματα, επεράσαμεν πολλά πλάγια και ρεβένια και εχώθημεν τέσσαρας φοράς εις την λάσπην. Είχε βρέξει προ τριών ημερών, και η υγρασία της γης θα διηυκόλυνε μεγάλως την εκσκαφήν του θησαυρού μας.

Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα τελώνια της γης.

Ταύτα πάντα παρέσχον αυτώ υπονοίας περί των ξένων και εθεώρησε φρόνιμον να κυλίση τον κατήφορον κρυφά-κρυφά, διά να γνωστοποιήση τας υπονοίας του εις τον ηγούμενον. Διά τούτο αναζητηθείς τότε ο θυρωρός υπό των ληστών, περιφρονησάντων αυτόν διά το ανάστημά του κατά πρώτον, δεν ευρέθη. Και ιδού ότι ο άνθρωπος ουδένα πρέπει να περιφρονή εις αυτόν τον κόσμον.

Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον. Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι. Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας καρδίας τωνκατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Με της γυναίκες, Φασουλή, κατήφορον επήρες, μα δεν μου λες τι σούκαμαν κι' αυταίς η κακομοίραις;.. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Δεν μ' έβλαψαν εις τίποτε... ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μ' αυτά που λες, κλαψάρη, εγώ θαρρώ πως έψησαν 'στά χείλη σου το ψάρι.

Όποιος δεν είναι τυφλός και ακολουθεί την μύτην του, οδηγείται από τα 'μάτια του, και μέσα εις είκοσι μύταις δεν θα εύρης μίαν να μυρίζεται το ψοφίμι. — Αν σου τύχη εμπρός σου μεγάλος τροχός να κυλά τον κατήφορον, μακρυά τα χέρια σου! Αν θελήσης να τον σταματήσης, θα σου σπάση τα κόκκαλα.

Συγχρόνως εσφενδόνισε την ράβδον προς τα κάτω, ήτις στρυφοδονήσασα επήγε τριάντα βήματα μακράν τον κατήφορον και πεσούσα εκτύπησε την ρίζαν μιας νεοφύτου ελαίας. — Τι τρέχει, αδελφέ; είπεν ο γέρο-Πέτρος. — Να τος! να τος! έκραξεν έξαλλος ο καπετάν Γεωργάκης, δεικνύων αριστερώτερα ολίγον του μέρους, όπου είχε πέσει η ράβδος. Ο γέρο-Πέτρος εσηκώθη κ' έκαμε τον σταυρόν του.

Είχεν άλλον τόσον δρόμον να βαδίση, μίαν ώραν περίπου, επίπεδον και κατήφορον πλαγινόν. Ο Ήλιος εψήλωνεν, έκαιε τα νώτα του αναβάτου, και ήτο ήδη ενδεκάτη και ημίσεια, όταν έφθασεν εις το κτήμα του ο καπετάν Γεωργάκης.