United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς ευρίσκεσαι, ω νέε, εδώ, μου είπεν, ετούτην την ώραν; Αχ, κυρά μου, της απεκρίθηκα, από αλησμονιά μου, και από κακήν μου τύχην έμεινα· μα σε παρακαλώ διά το Θεόν δείξε μου πόθεν να έβγω διά να μη χάσω την ζωήν μου.

Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ 580 Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, 585 Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά· Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. 590 Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! κλαίω ό,τι προσφιλέστερο και ό,τι πολυτιμότερο μπορούσα να χάσω στη ζωή μου, κλαίω το θάνατο του πατέρα μου. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεέ μου! τι δυστύχημα! τι απροσδόκητη ατυχία! τώρα που είχα κ' εγώ παρακαλέσει το θείο σου να σε ζητήση για μένα κ' ήρθα να παρουσιαστώ στον πατέρα σου και να προσπαθήσω με σεβασμό και με χίλια παρακάλια να τον πείσω να μην αρνηθή.

Η γυναίκα του αρχηγού των κλεφτών έλαβεν ευσπλαγχνίαν εις εμέ, και ήλθε προς το βράδυ και με έλυσεν από το δένδρον, και δίδοντάς μου ένα παλαιόν φόρεμα και καμπόσον ψωμί μου είπε· πιάσε τούτην την στράταν και φεύγα το συντομώτερον, διατί σαν γυρίση ο άνδρας μου θέλει σε φονεύσει. Εγώ ευχαρίστησα την ευεργέτιδά μου και μισεύοντας επεριπάτησα όλην την νύκτα χωρίς να χάσω την οδόν που μου έδειξε.

Ως κι' ο αγέρας, που ανασταίνω, Και κακό απ' αυτόν παθαίνω, 440 Στα πλεμόνια μου ανημπόρια Προξενάει με στενοχώρια. Μ' ένα λόγο· εγώ σ' ολίγο, Μάνα μου, αποδώ αν δε φύγω Σ' άλλο μέρος να περάσω, 445 Τη ζωή μπορώ να χάσω. Ναι, του λέει εκείνη, τώρα, Να μισέψομε στην ώρα.

Λοιπόν διά να μη τους χάσω. θα φαίνωμ' ότι τον θρηνώ, ενώ τον καταστρέφω. Ιδού ο λόγος διατί ζητώ την συνδρομήν σας, ώστε το πράγμα να κρυφθή απ' των πολλών τα 'μάτια, διά πολλάς και σοβαράς αιτίας. Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ό,τι θέλεις, αυθέντα, θα το κάμωμεν! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Και αν με την ζωήν μας... ΜΑΚΒΕΘ Λάμπει η καρδιάτα 'μάτια σας!

ΒΑΓΚΟΣ Από αυτήν που έχω να χάσω δεν επιθυμώ ζητών να την αυξήσω. Θα κάμω ό,τι χρεωστώ εις τρόπον να φυλάξω την πίστιν μου αμόλυντον και καθαράν καρδίαν. ΜΑΚΒΕΘ Καλή σου νύκτα κι' αγαθή εν τούτοις. ΒΑΓΚΟΣ Καλή νύκτα! ΜΑΚΒΕΘ προς τον υπηρέτην Ειπέ εις την κυρίαν σου, εσύ, να μου σημάνη όταν μου κάμη το πιοτόν, και πέσε να πλαγιάσης .

Άδεια δεν είναι η καρδιά που δεν αντιβουίζει με κούφια λόγια! ΛΗΡ Σώπα, Κεντ, αν θέλης την ζωήν σου! ΚΕΝΤ Δεν την εψήφησα ποτέ εμπρός εις τους εχθρούς σου, κι' ούτε ποτέ θα φοβηθώ μη τύχη και την χάσω, ενόσω τρέχεις κίνδυνον εσύ! ΛΗΡ Να μη σε βλέπω! ΚΕΝΤ. Ω! άνοιξε καλλίτερα τα 'μάτια, κι' άφησέ με να μ' έχη πάντοτε, ω Ληρ, το βλέμμα σου σημάδι. ΛΗΡ Τώρα, μα τον Απόλλωνα...

Δεν είν' αρρώστεια να διαβή να ξαναγειάνη πάλι, Δεν είναι μιαν αντάμωσι για να την λησμονήση, Γκρεμός δεν είναι και ραϊδιό και σκέπι να περάση, Δεν είν' πελαγοποταμιά διά να διαβή από πέρα, Δεν είναι μαύρο σύγνεφο να φυλακτή σ' απόσκιο, Μόν' είναι ο πόνος της καρδιάς κι' ο πόνος της αγάπης, Είναι καϋμός. Και σκιάζομαι να μη τον χάσω, η μαύρη. — Γιαννούλα, εγώ την κόρη μου την έχω αλλού ταμμένη.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Να υποχωρής εις όλα και να μη αντιλέγης εις τίποτε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Με συμβουλεύεις ως μωρά τον τρόπον του να τον χάσω. ΧΑΡΜΙΟΝ. Μη τον παραθυμώνης· έχε και ολίγην υπομονήν. Μισούμεν με τον καιρόν ό,τι συχνά φοβούμεθα. Να, έρχεται ο Αντώνιος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι καλά, αισθάνομαι αθυμίαν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λυπούμαι αναγγέλλων την απόφασίν μου.