United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »

Ίσως και συ με τον καιρό θα με ευχαριστήσης. ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε από περιφρόνησι ούτε για εχθρό σ' επήρα και σούκρυψα της άμοιρης γυναίκας μου την τύχη. Αλλά στης τόσες λύπες μου ακόμα μία λύπη θα ήτανε να σ' έβλεπα σ' άλλον να πας να μείνης. Ήταν για μένα αρκετόν να κλαίω τη συμφορά μου.

Κλαίω μέρα- νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας. Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να έλθης. Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να επανέλθη πλέον εις το χωρίον.

Διατί όμως να κλαίω δι' αυτάς τας παλαιάς δυστυχίας και δεν συλλογίζομαι τα κακά που έχω εμπρός μου; Ένα παιδί μου έμενε, φως της ζωής μου, και αυτό θα μου το σκοτώσουν τώρα, διότι το θέλουν. Αλλά όχι, δεν θα γίνη αυτό διά να σώσω εγώ την αθλίαν μου ζωήν, διότι το να σωθή αυτό, είναι η μόνη μου ελπίς, εις εμέ δε θα είναι αίσχος να μη χαθώ προς χάριν του παιδιού μου.

Τέτοια τύχη δεν την είχα· δεν άκουσα ψεφτιά από το στόμα της να βγη! Κλαίω τώρα μοναχός μου. Ο πόνος μου είναι πικρός· είναι η ψυχή μου λαβωμένη. Μα δεν το συλλογίστηκα μήτε να γδικηθώ μήτε να σκοτώσω. Μη σε μέλη. Οθέλλος δεν είμαι και δε θα γίνω. Οθέλλος! Γιατί μου μιλείς όλο για τον Οθέλλο; Σου φαίνεται τάχα και τόσο ζουλιάρης ο Οθέλλος; Να σου πω, δεν τον έχω για πολύ ζουλιάρη.

ΛΑΕΡΤΗΣ Εις τους καλούς του φίλους ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης πελεκάνος , 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω το αίμα μου τροφήν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τώρα ομιλείς, Λαέρτη, ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι. Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου, και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω, τούτ' ως ίσια γραμμήτον νουν σου θα περάση όπως το φωςτον οφθαλμόν σου.

Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπετάν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».

Αν η τελεία παρομοίωσις, που ήτον ανάμεσα εις αυτήν την νέαν και εμένα, με είχε σκοτίσει, το ονειδιστικόν της ομίλημα με εσύγχισε πολύ περισσότερον, και αντίς να της αποκριθώ με παρόμοιαν δύναμιν, άρχισα να κλαίω, και με μεγάλο παράπονον λέγω προς τον βασιλέα.

Στο μέγα τούτο βάθος ο έρως αντηχάει· ο έρωτάς μου μόνον καθόλου δε σιγάει Και εγώ μαζί με τούτον ακοίμητος πονώ· βογγώ μαζή του κλαίω, ανήσυχος θρηνώ, Αχ! έρωτα δε φτάνουν της μέρας οι καϋμοί τα βάσανα κι' οι πόνοι, και οι αναστεναγμοί· Την νύχτα δε μ' αφήνεις καν δίχως ταραχή· την νύχτα χάρισέ μου μικρή ανακοχή. Ω Αφροδίτης γέννα παντού υπερβολή, κι' σ' εύνοια κ' οργή σου ορμή παραπολλή.

Και, — όταν κάποτε η βαρυθυμία επαυξάνεται, και μου επιτρέπη η Καρολίνα την αθλίαν παρηγοριά να κλαίω τον καϋμόν μου επάνω εις το χέρι της, — τότε πρέπει να απέλθω, πρέπει να φύγω! και περιπλανώμαι τότε μακράν εις τους αγρούς, Να αναρριχώμαι τότε εις απόκρημνον βουνόν είναι η χάρι μου, να ανοίγω από άβατον δάσος ένα μονοπάτι, διά των βάτων που με πληγώνουν, διά των ακανθών, που με κατασχίζουν!