Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της. — Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται; — Ήρθα να ιδώ το Γιάννο. — Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ' εδώ. Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα.

Ο ένας ωραίος και διατηρημένος καλά, όπου θα περνούσε η βασιλική συνοδεία, ο άλλος παραμελημένος και γεμάτος πέτρες. Ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ετοποθέτησαν σ' αυτόν τους δυο ιπποκόμους: θα τους περίμεναν εκεί, φυλάγοντας τ' άλογα και της ασπίδες. Οι ίδιοι τρύπωσαν μέσ' το δάσος και κρύφτηκαν σε μια συστάδα δέντρων και βάτων.

Εν τούτοις ουδείς μάρτυς παρέστη εις το τέλος της σκηνής ταύτης. Η χλόη εφαίνετο πεπατημένη την επαύριον, και χώμα είχε σωρευθή ενιαχού όπως καλύψη το αίμα, όπερ έκαμαν να ρεύση τα δήγματα του Χόμο. Όπισθεν δε του ερήμου νερομύλου, εις μέρος απάτητον και απρόσιτον, μεταξύ θάμνων και βάτων, μέγας σωρός χώματος ομοιάζων με τάφον είχεν εγερθή.

Και, — όταν κάποτε η βαρυθυμία επαυξάνεται, και μου επιτρέπη η Καρολίνα την αθλίαν παρηγοριά να κλαίω τον καϋμόν μου επάνω εις το χέρι της, — τότε πρέπει να απέλθω, πρέπει να φύγω! και περιπλανώμαι τότε μακράν εις τους αγρούς, Να αναρριχώμαι τότε εις απόκρημνον βουνόν είναι η χάρι μου, να ανοίγω από άβατον δάσος ένα μονοπάτι, διά των βάτων που με πληγώνουν, διά των ακανθών, που με κατασχίζουν!

Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα, ανεκάλυψε καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της χειρός της έβρεξε το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά-ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των βάτων και των κισσών.

Βάτοι και άκανθαι απέφραττον τας κανονικώς άλλοτε τμηθείσας διόδους μεταξύ των πρασιών, και αι αμαδρυάδες αι κατοικούσαι τα άλση ταύτα βαδίζουσαι, θα ηναγκάζοντο βεβαίως να ανασηκόνωσι τα κράσπεδα των εσθήτων αυτών, αν ήθελον να μη σχισθώσιν αύται υπό των βάτων.

Η οδός ήτο έρημος, εκατέρωθεν δ' εξετείνοντο ελαιώνες, τους οποίους απέφρασσαν εκ του μέρους της οδού ξηρότοιχοι και σειραί αγριαμυγδαλών, μυρσινών και βάτων. Από τους ελαιώνας αντήχησε δεύτερος πυροβολισμός και μετ' ολίγον άλλος τόσον πλησίον, ώστε ήκουσαν τον θόρυβον των σκαγιών εις το φύλλωμα μιας ελαίας. Και η Πηγή είπε με ταραχήν: — Φύγε, Μανώλη, για όνομα του Θεού.

Την άλλη μέρα, μέσα στη σκοτεινή ακόμη νύχτα, ο Τριστάνος, αφήνοντας την καλύβα του Όρρι του δασοκόμου, πήρε το δρόμο του παλατιού μέσα από πυκνές συστάδες βάτων και δέντρων. Καθώς έβγαινε από μια λόχμη, κύτταξε πέρα σ' ένα πλάτωμα κ' είδε τον Γκοντοΐν που έβγαινε από τον πύργο του. Ο Τριστάνος κρύφτηκε μέσα στα βάτα και σμούλωξε παραμονεύοντας: «Α! Θεέ!

Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας . . . Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών. Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών.

Πρωίαν τινά θερινήν έν έτος μετά ταύτα είχον αναβή εις τον Προφήτην Ηλίαν να δροσισθώ υπό την σκιάν των δροσοκρατούντων πλατάνων και ασπασθώ την δεξιάν του Παπά-Ιερεμία, όστις εκεί είχε το απλούν και σεμνόν ερημητήριόν του, εκτισμένον εν μέσω των παχυσκίων δένδρων εγγύς δροσερού ύδατος, εκρέοντος από τινος μεγάλου βράχου, κεκαλυμμένου υπό πυκνού θάμνου, κισσού και αγρίων βάτων.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν