United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ω! εφώναξε, και επήδησεν οπίσω. Τον είδα! Τρομερόν πράγμα! Κατόπιν εκάθισαν πάλιν εις την τράπεζαν και έπιαν κρασί. — Να με πωλήσης την μάγισσαν, είπεν ο γεωργός. Σου δίδω όσα και αν θέλης. Σου δίδω έν κοιλόν χρήματα τώρα αμέσως. — Δεν ημπορώ, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος, βλέπεις πόσον μου χρησιμεύει. — Ω! δος μου την, σε παρακαλώ, έλεγεν ο άλλος, και επέμενε να την αγοράση.

Ο Στρατής, ιδών τον Μανώλην να παρατηρή προς τον φεγγίτην της στέγης, έλαβεν αφορμήν να είπη ότι εις το Λασήθι τοποθετούν επί του ανηφορά μισόν κορμόν δένδρου κοίλον το οποίον ονομάζουν βορρόσκι· ούτω δε εμποδίζεται ο άνεμος και αφίνεται ελεύθερος ο καπνός να εξέρχεται.

Ο μικρός Κλώσος έδωκεν εις τον γεωργόν τον σάκκον με το δέρμα, και επήρε εν κοιλόν γεμάτον έως επάνω με χρήματα. Ο δε γεωργός του εδάνεισεν έν αμαξάκι διά να μεταφέρη το κοιλόν και το κιβώτιον με τον διάβολον. Ο μικρός Κλώσος τον απεχαιρέτησε και έφυγεν. Εις την άλλην άκραν του δάσους ήτο ένας βαθύς ποταμός. Το ρεύμα του έτρεχε με τόσην βίαν, ώστε εζαλίζετο κανείς να το βλέπη.

Όταν επέστρεψεν εις το χωρίον, έστειλε πάλιν το παιδί να δανεισθή το κοιλόν του μεγάλου Κλώσου. — Τι σημαίνει τούτο; είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Μήπως δεν τον εσκότωσα; Ας υπάγω μόνος μου να ίδω τι τρέχει. Και υπήγεν ο ίδιος με το κοιλόν του. — Πού τα ηύρες πάλιν αυτά τα χρήματα, ηρώτησε. — Δεν εσκότωσες εμένα, αλλά την νόναν μου, του απεκρίθη ο μικρός Κλώσος.

Και εσοφίσθη ν' αλείψη με πίσσαν τον πάτον του κοιλού διά να κολλήση μέσα ολίγον από ό,τι είχε να μετρήση ο μικρός Κλώσος. Και τω όντι, όταν έλαβεν οπίσω το κοιλόν, ηύρε κολλημένα εις τον πάτον τρία αργυρά νομίσματα. — Τι είναι τούτο! εξεφώνησε, και έτρεξεν αμέσως εις του μικρού Κλώσου. — Πού τα ηύρες τόσα χρήματα; — Επώλησα χθες το δέρμα του αλόγου μου.

Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.

Έν κοιλόν χρήματα το καθέν, απεκρίνετο εκείνος. — Τρελός είσαι; του έλεγαν. Μη θαρρείς ότι έχομεν τα χρήματα με το κοιλόν; Αλλ' εκείνος εφώναζε: «Δέρματα! δέρματακαι απεκρίνετο τα ίδια εις όσους τον ερωτούσαν, πόσον τα πωλεί.

Τώρα δε δυνάμεθα να είπωμεν κεφαλαιωδώς, ότι η κίνησις είναι οργανική εκεί όπου είναι έν η αρχή και το τέλος, ως εις τον γιγγλυμόν. Διότι εις ένα γιγγλυμόν το κυρτόν και το κοίλον είναι το έν μεν τέλος, το δε άλλο είναι αρχή. Και διά τούτο το μεν μένει ακίνητον, το δε κινείται, και ενώ είναι νοητώς ταύτα διακεκριμένα, πραγματικώς είναι αχώριστα.

Καλά το επώλησα το άλογόν μου, είπεν. Ο μεγάλος Κλώσος θα σκάση από το κακόν του, όταν μάθη τα κέρδη μου. Αλλά δεν θα του τα δείξω διά μιας. Έστειλε λοιπόν εις τον μεγάλον Κλώσον έν παιδί, και του εζήτησεν έν κοιλόν δανεικόν διά να μετρήση κάτι. — Τι το θέλει; εσυλλογίζετο ο μεγάλος Κλώσος.

Τον δε άλλον σάκ- κον, αφού έσχισεν αυτόν, διεβίβασε και τα δύο ταύτα μέρη διά των οχετών της ρινός, έχοντα συγκοινωνίαν με τον πρώτον, ούτως ώστε όταν εκείνος δεν ήθελε διέλθει διά του στόματος, να πληρώνται εκ τούτου και πάντα τα ρεύματα του άλλου . Το άλλο δε μέρος Δ. | του πλέγματος προσεκόλλησεν εις το κοίλον μέρος του σώ- ματος ημών, και το όλον τούτο ομού έκαμεν άλλοτε να συρρέη ομαλώς εις τους σάκκους, διότι είναι εξ αέρος, άλλοτε δε οι σάκ- κοι να ρέωσιν οπίσω.