Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
— Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ. Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε. — Ο αφέντης μου, όπου είναι, θάρθη . . . Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου. Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν. — Πολύ καλό νάχης, έλεγε.
— Είναι αληθές, απήντησεν ο Μονάρχης, ωσάν ν' ανεκουφίσθη από την εξήγησιν αυτήν· αλλά, μα την ιπποτικήν τιμήν μου, θα ωρκιζόμην ότι ήτο αυτός εδώ ο αλήτης που έτριξε τα δόντια. Εξ άλλον εβεβαίωσεν ότι θα πίη όσο ήθελαν κρασί. Ο μονάρχης ησύχασε, και ο Χοπ-Φρωγκ, αφού εκένωσε και άλλο ποτήρι, χωρίς να φανή δυσαρεστημένος, εισήλθεν αμέσως και με μεγάλην επιτηδειότητα εις τα σχέδια της μασκαράτας.
Ήθελε ν' αφήση την λάμψιν της θείας φύσεως Του, να επιφυτίση εις τους ανθρώπους βαθμηδόν, όχι κατ' αρχάς ως φως της μεσημβρίας, αλλά πραέως ως φως της πρωίας διά του λόγου και των έργων Του. Κατά πληρεστάτην και βαθυτάτην έννοιαν, «Εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών».
— Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.
Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του. — Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην.
Είτα εκένωσε και άλλο ποτήριον και απέμαξε τον μύστακα. — Δεν έχω κανέν σχέδιον, είπεν. Αλλά θα σκεφθώ και σοι λέγω. Ο Τρανταχτής προσήλθεν εγγύτερον προς τον Σκούνταν και εσφίγχθη παρ' αυτόν. Εταπείνωσε πολύ την φωνήν και τω είπεν· — Ο καρδινάλιος είνε αδύνατον να μη φέρη μαζύ του πολλά χρήματα. — Το ειξεύρω. Αλλά θα τα φέρη επάνω του; Αδύνατον. — Όχι. Αλλ' ένα πράγμα δεν μοι λέγει η επιστολή.
Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως: — Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.
— Ναι, πιέ και τούτο. Ο Φλεβάρης εκένωσε και το ποτήριον εκείνο και άλλα ακόμη με όσην ευκολίαν τα εγέμιζεν ο σύντροφος του. Έπειτα, κλίνων τον κορμόν του σώματός του εις τα οπίσω και φέρων αντάμικα μέχρι του αριστερού οφθαλμού το μαύρον φέσι, με το κυανούν τσεγρέκι, ήρχισε με φωνήν σταθεράν και καθαράν, την βλαχικήν προφοράν μιμούμενος, να τραγωδή ενώ το σώμα του ήτο εις αδιάκοπον κίνησιν,
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν