United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παππά Συνέσιος όσο περνούσε η ώρα εγινότανε πιο εύθυμος και μια φορά οπού ο Άνθιμος δεν τον άκουσε και δεν ήθελε να πιή, ο 'γούμενος του λέγειΠιε παλαβέ, πιε, ανόητο πράμμα· και στον ίδιο καιρό του δίνει μία τσιμπιά από πίσω οπού ο καλόγερος ετινάχτηκε από τον πόνο και πριν καλοέλθη στον εαυτό του, άλλη τσιμπιά ο γούμενος της χήρας, η οποία επετάχθη με γέλοια ενώ επροσπαθούσε να μην τους καταλάβη κανείς.

Πιε ντε ! πιε ναν το ξαραθυμίσης. — Και βέβαια θα πιω ! θα πιω ! γιατί όχι ; το παιδί μου παντρεύω σήμερα· το παιδί μου ! — Παιδί σου κι άλλη μια βολά. — Μη με σκας, γυναίκα ! μη με σκας και θα στο φωνάξω. Μα τον ύψιστο θα στο φωνάξω . . . — Τι θα φωνάξης ; — Τι ; να, ξέρω γω γιατ' είσαι θυμωμένη. — Γιατί ; — Ζηλεύεις τη νύφη απόψε· να γιατί! — Να χαθής, σκατζόχερα.

ΛΗΡ Εσείς, ξεγυμνωμένοι, εσείς, πτωχοί ελεεινοί, που τ' άσπλαγχνα Στοιχεία σας δέρνουν τώρ' αλύπητα, πώς θα σας προφυλάξουν απ' τον ανεμοστρόβιλον τα τρύπια σας κουρέλια, τα πεινασμένα σας πλευρά, τ' ασκέπαστα κεφάλια; Ω! Δι' αυτά προτίτερα μου έμελλε ολίγον Πιέ το και συ το ιατρικόν, εσύ, Μεγαλειότης, — τα όσα πάσχουν οι πτωχοί και συ δοκίμασέ τα, διά να ρίχνης εις αυτούς τα περισσεύματά σου, και να ιδούντον ουρανόν κι' αυτοί δικαιοσύνην!

ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Τα δέχεται η πτώχεια μου, η θέλησίς μου όχι. ΡΩΜΑΙΟΣ Όχι την θέλησιν κ' εγώ, την πτώχειαν σου πληρόνω. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Πάρε αυτό και χύσε το 'ς ό,τι πιοτόν κι' αν ήναι, και πιέ το. Είκοσι ανδρών την δύναμιν να έχης, αμέσως οπού το γευθής, ευθύς σε τελειόνει. ΡΩΜΑΙΟΣ Να τα φλωριά.

Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Πιε, αν θέλης, και μίαν παραπάνω εις την τύχην μου. Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν. — Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και απέρχεται υπόπτερος. Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει. Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο νους της είνε αλλού.

Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το πρόσωπον: — Μπρομ! — Πιέ κη δο μ'! — Με κρασί! — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!

Δάμαρ. — Είπες να πίωμεν την Λήθην ομού;...Άκουσον· την ημέραν καθ' ην σ' εφίλευσα εις τον Παράδεισον τον εύχυμον εκείνον καρπόν, ελησμόνησα να σε κεράσω έν ποτήριον διά να τον χωνεύσης... Έκτοτε σοι το οφείλω. Ιδού, λάβε και πίε!

Φέροντας το κρασί, η Δηλαρά εγέμισεν ένα ποτήρι, και το δίδει του σκλάβου, έπειτα του λέγει· πίε εις υγείαν μου. Ο βασιλεύς φιλώντας το χέρι της, που εκρατούσε το ποτήρι, το επήρε και το έπιεν εις υγείαν της. Η Δηλαρά γεμίζοντας άλλο ένα ποτήρι, λέγει προς τον Κουλούφ διά να τον πειράξη· το πίνω ετούτο εις την υγείαν εκείνης που αγαπάς, ήγουν της ωραίας Γουλεδάμ, αγαπητικής του βασιλέως σου.