United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα.

Φαίνεται όμως, ότι ο άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ' οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν μου χρειάζεσαι.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Δος μου, Γοργώ, το χέρι· και συ το χέρι να κρατής της Ευτυχίας, Ευνόη, και πρόσεχε να μη χαθής. Όλες μαζί να μπούμε· Ευνόη, κοντά μας πάντοτε. Αλλοίμονο, Γοργώ μου, μου ξέσχισαν το φόρεμα. Πρόσεχε συ, καϊμένε, το πανωφόρι μου. ΞΕΝΟΣ Κυρά, τι θέλεις να σου κάνω; μήπως είνε στο χέρι μου; όσο μπορώ, προσέχω. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Καλέ, τι κόσμος είν' αυτός; σπρώχνονται σαν τους χοίρους.

Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος. Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι: — Να χαθής, παλιόβλαχε! Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός.

Αι γυναίκες και οι άνδρες της γειτονιάς εξήλθον ευθύς των οικιών των και μαθόντες την αιτίαν των φωνών, ήρχισαν όλοι ομού να ρίπτουν λίθους και ξύλα κατ' επάνω του. — Να χαθής, αφωρεσμένε, να χαθής! — Έχεις χέρι να βαρέσης κι' όλα! — Φεύγα από κοντά μας, φεύγα! — Όξω μη βουλιάξης το χωριό, θεοκατάρατε!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, ας μείνη. Έλα συ, κ' έχε το νου σου γρήγορα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε δεν λες σωστά. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αγροίκος είσαι κι' αμαθής άντε να χαθής! μολαταύτα θα μπορούσες για ρυθμούς να έχης γνώσι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κι' ο ρυθμός, για το αλεύρι τι ωφέλεια θα μου δώση; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κατά δάχτυλο; τον ξέρω. /ΣΩΚΡΑΤΗΣ/ Ε, για λέγε. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, κακομοιριασμένε, απ' αυτά που λες, κανένα να μη μάθης συ εμένα.

ΠΑΣΙΑΣ Βρε άντε να χαθής με την ξεδιαντροπιά σου. ΠΑΣΙΑΣ Αλλοί μου! με περιγελάς! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ησύχασε, και καθαρά θα σου το ειπώ σε λίγο. ΜΑΡΤΥΣ Μα καθώς κρίνω απ' όλα αυτά, θα σου τα δώση. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πούν' αυτός που μου γυρεύει τα λεφτά; — Τ' είν' τούτο; πες μου. ΠΑΣΙΑΣ Ποιο; αυτό; σκαφίδα. ΠΑΣΙΑΣ Λοιπόν δεν δίνεις;

Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τι άλλο αγαπάς; μη θέλης εις την Κόλασιν ή 'στήν Εδέμ να πας; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλώς τον... ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Πώς επέρασες; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κακά ψυχρά και μαύρα... και με το γήρας, Μεφιστό, πάλι μπαστούνια ταύρα. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τι να σου 'πώ, βρε Φασουλή... μου φαίνεσαι αγνώμων, και πριν της ώρας θα χαθής, αν δεν αλλάξης δρόμον. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ούτε 'στό ένα, Μεφιστό, αλλ' ούτε εις το άλλο.

Ο Σαϊτονικολής τον παρετήρησεν άναυδος επί τινας στιγμάς, μεθ' ό του είπεν αυστηρώς: — Είντα λόγια 'νε, μωρέ, αυτανά που λες; Εξανακούστηκε να λέη το παιδί στον κύρη του πως θέλει παντριγιά γιατί δεν βαστά μπλειο; Και έπειτα εξαφθείς: — Να χαθής από μπρος μου, γάιδαρε, να μη σε θωρώ! του είπεν. Εγώχα στο νου μου να σε παντρέψω την ερχομένη Λαμπρή, μα 'δα, μούδε την ερχομένη, μούδε την αποπάνω.