Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Έπειτα ερρίφθη εις μίαν καθέκλαν και εφαίνετο κατάκοπος, ως να είχε σκάψη επί ώρας. Ο Μανώλης απομακρυνόμενος εσχεδίαζε φοβερά πράγματα, εκ των οποίων το μικρότερον ήτο να σκοτώση τον Τερερέν. &Να τον σχίση εις δύο, να τον κομματιάση&. Παρατηρών δε το από ξύλον πρίνου σπαθοράβδι του εμουρμούριζε: — Μια μαυτό στην κεφαλή τόνε φτάνει να μην πη μουδέ ω!

Μα σα δε θέλει, δεν μπορώ και να τση βάλω το σκοινί στο λαιμό. Μα και δε σου ταιριάζει τουλόγου σου μια γυναίκα σαν τη Μαργή γή σαν την Πηγή. Αυταίς είνε μικροκοπελιές ακόμη και δεν μπορούνε να ξεδιακρίνουνε το κακό απού το καλό. Μουδέ ν' αγαπήσουνε και να λατρέψουνε τον άντρα που θα πάρουνε δεν κατέχουνε. Ο νους τως είνε άπηχτος ακόμη.

Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής: — Μα είντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες; — Αυτή 'νε καλή. Μούδε ταδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει. — Κατές είντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ' εδά, μα σαν τήνε κουκλωθής θα δης πως είνε θυγατέρα του Θωμά κιαδερφή του Στρατή του φαρμακίτη.

Ο Μανώλης, μετά το ανδραγάθημά του εκείνο, ενόμισε την περίστασιν κατάλληλον διά να ομιλήση προς τον πατέρα του. Και εις την πρώτην ευκαιρίαν του είπε χωρίς πρόλογον και χωρίς περιστροφάς: — Αφέντη, εγώ θέλω να με παντρέψης ... Δε βαστώ μπλειο να μη μπορώ μουδέ να 'δώ την Πηγή. Α δε την μπάρω τουτονέ το μήνα, θα φύγη ο νους απού την κεφαλή μου.

Φτάνουνε τα όσα μούχει αξωμένα. Να μάθω 'γώ άλλη φορά πως επέρασες το κατώφιλο του σπιτιού τση και θα δη είντα θα τση κάμω! Μουδέ το χάλη τση θα λογαριάσω, μουδ' είντα θα πη ο κόσμος. Για πε μου θα πας; — Μια βολά, δε σούπα; Όντε θα πάω στη χώρα. Κιως τόσο θα γιάνη. — Κιαμέ δε θα γιάνη; Οι ποθαμένοι γιάνουνε; Αυτή 'ν' από' δα ποθαμένη. Δεν την είδες;

Μα σ' όλο το ύστερο εσύ μούδε το Θωμά, μούδε το Στρατή θα στεφανωθής. Εσύ την Πηγή θα πάρης, απού 'ν' ένα κομμάτι μάλαμα η καϋμένη και θα πας να κάτσης στο σπιτάκι σου και μούδ' οχλούς, μούδ' ανακατώματα. — Να πούμε και τάλλο· το χατήρι του θα του κάμης εσύ, παιδί μου, είπεν η Ρηγινιώ, να παραιτήσης την Πηγή, για να τήνε δώση του Τερερέ; Στο πείσμα του και συ πρέπει να μη σύρης χέρα, να σκάση!

Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου. — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη. Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει.

Να λέμε την αλήθεια, εσύ 'σαι μεγαλείτερη. Είν' άπραγος, γιατ' ήτον ως οψές βοσκός, μα θα ξυπνήση. Δεν ακούω 'γώ είντα λένε 'κείνες που δεν τσι θέλει μουδέ για φαμέγιες. Έχει και καλούς εδικούς. Και να σου 'πώ, θυγατέρα μου, εμένα η βουλή μου είνε ... — Να τόνε πάρω; — Αν είνε και τα χαλάσανε με το Θωμά ... — Καλιά να τόνε πάρουνε οι δαιμόνοι!

Είν' η μεγάλη μου και μοναχή μου χαρά, μα κιο μεγάλος κιαγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα· μα κια με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι, μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσαθρώπους θα με κρίνη. Και θα βρη την κορδιά μου καθαρή. Η Δεσποινιώ την κύταζε χωρίς να καταλαβαίνη πολύ απ' όσα ήκουε, αλλά κιαρκετά καταλάβαινε και διαισθανότανε ώστε νανησυχή.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν