United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ταύτην λοιπόν σπεύδει ν’ αποβάλη ή μάλλον να σχίση, τρέχουσα ως μαινομένη και σκορπίζουσα περί αυτήν τα τεμάχια του υφάσματος, μέχρις ου καταβληθείσα υπό του τρόμου και του καμάτου καταπέση ημιθανής και ημίγυμνος επί της χλόης.

Εις τον τόπον μας όμως ημών των Σκυθών εάν κανείς κτυπήση κανένα πολίτην ή πέση επάνω του και τον ρίψη κάτω ή του σχίση τα ενδύματα, του επιβάλλουν μεγάλας τιμωρίας οι γέροντες και αν τούτο συμβή ενώπιον ολίγων και όχι εις τόσον πολυάνθρωπα θέατρα, όπως μου παριστάς εκείνα που είνε εις τον Ισθμόν και την Ολυμπίαν.

Έπειτα ερρίφθη εις μίαν καθέκλαν και εφαίνετο κατάκοπος, ως να είχε σκάψη επί ώρας. Ο Μανώλης απομακρυνόμενος εσχεδίαζε φοβερά πράγματα, εκ των οποίων το μικρότερον ήτο να σκοτώση τον Τερερέν. &Να τον σχίση εις δύο, να τον κομματιάση&. Παρατηρών δε το από ξύλον πρίνου σπαθοράβδι του εμουρμούριζε: — Μια μαυτό στην κεφαλή τόνε φτάνει να μην πη μουδέ ω!

Οι δε Εναρείς οι ανδρόγυνοι λέγουσιν ότι η Αφροδίτη τους έδωκε την μαντικήν επιστήμην· προλέγουσι δε με φλοιόν φιλύρας. Αφού σχίση ο μάντις την φιλύραν εις τρία, περιτυλίσσει τον φλοιόν εις τους δακτύλους του, έπειτα τον εκτυλίσσει και χρησμοδοτεί.

Όταν φύγαμε από την Ιρλανδία πήραμε καθεμία, σαν το πολυτιμότερο στολίδι, ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι, ένα πουκάμισο για την νύχτα των γάμων μας. Στη θάλασσα, συνέβη να σχίση η Ιζόλδη το γαμήλιο πουκάμισό της, και τη νύχτα των γάμων της, της εδάνεισα εγώ το δικό μου. Φίλοι, να όλο το άδικο που της έκαμα.

Ήδη ο ήλιος της μεσημβρίας είχε συσκοτασθή εις ασυνήθη έκλειψιν· δεν ήτο δυνατόν φοβερόν τι σημείον, να σχίση τους ουρανούς και να κατέλθη, να επιψαύση τα όρη και να καπνισθώσι; Πλην τώρα το τέλος ραγδαίον επέκειτο, και ο Ιησούς, κρεμάμενος επί ώρας επί του Σταυρού, υπέφερε από την βάσανον εκείνην της δίψης, ήτις είνε η δυσανεκτοτάτη πασών διά την ανθρωπίνην φύσιν.

Και παρεκάλεσε τον Κομποδήμον είτα να της σχίση ολίγα ξύλα, διά να έχη μικρά και ευκολοβόλευτα διά τας εορτάς, ότι συνήθιζεν αργά να κάθηται ο Μπάρμπα-Σταύρος παρά την εστίαν κρατσανίζων κιδώνια ευώδη, ή τρώγων κάστανα και πίνων από το ωραίον κρασί του το μοσχάτο. Είχε παρέλθει το δειλινόν. Έξω ηκούετο θόρυβος και ταραχή εν τη αγορά χιονοβολουμένων των ναυτικών διά την καλή χρονιά.

Επεχείρησε και ο Μανώλης να μιμηθή τον γιατρόν και να φορέση «τσιτωτά», αλλά το αποτέλεσμα ήτο να σχίση τας χειρίδας ενός καπότου. Πού να περάσουν η ποδαρούκλες; Παραιτηθείς λοιπόν της φιλοδοξίας να μεταμορφωθή εις Ευρωπαίον, ήρχισε να κάνη τον τράγον. Και εισήρχετο εις τα σπίτια βαδίζων με τα τέσσερα και βελάζων.

Πόσον επεθύμει ο Μάχτος να σχίση δι' ενός κινήματος τον πέπλον εκείνον, αλλ' ότε απεπειράθη να κινηθή, ενόησεν ότι τα μέλη του ήσαν δέσμια, και δεν ηδύνατο ν' ανορθωθή, ο εφιάλτης τον κατείχεν όλον και αμέριστον. Μη δυνάμενος να ενεργήση με τας χείρας, ηναγκάσθη ο Μάχτος να σκέπτηται πλατωνικώς, όπως και πρότερον.

Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη. — Και κυττάζουν κατά δω; — Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα. Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της. Η Μαρούσα την ώκτειρε.