United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή. — Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού! Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου. Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.

Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν. Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήση μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου.

Ας διή τώρα και κείνος ποια γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας», ποια είναι η γλώσσα της σκλαβιάς. Τον περασμένο χρόνο διάβασα σε μια φημερίδα · όχι όμως αθηναίικη φημερίδα, όχι στην Ελλάδα · τωραίο ποίημα και τον ωραίο τίτλο που σας αντιγράφω·

Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ.

Ότε έφθασαν εις το Πληθώνειον, ο Θευδάς ήτο εκλελυμένος υπό του καμάτου, αλλ' η φιλοπραγμοσύνη και η ανησυχία υπεστήριζεν αυτόν να ίσταται όρθιος.

Ήμην κατάκοπος, επόνουν οι ώμοι και οι βραχίονες μου υπό το ασύνηθες του φορτίου μου βάρος, αλλά δεν εσκεπτόμην περί του καμάτου. Μία σκέψις κατεκυρίευε τον νουν μου, μία επιθυμία κατείχε την καρδίαν μου, και ησθανόμην ότι τα πάντα χάριν αυτής ήμην ικανός ν' αψηφήσω. Ήθελα να λυτρώσω την ορφανήν, η οποία, μ' επεκαλέσθη.

Ήτο δε, ως είδομεν, και ζωή εργασίας και καμάτου· καμάτου κατ' αρχάς διά να βοηθήση διά της εργασίας των χειρών τους οικείους Του, και καμάτου ύστερον διά να σώση τον κόσμον. Είδομεν ότι «περιήρχετο αγαθοποιών», και ότι τούτο αποτελεί την υψίστην πρωτοτυπίαν της ανθρωπίνης ζωής Του.

Όταν όμως καταλάβω που κατηγορώντας εμένα κατηγορεί κανείς όλο το έθνος, νομίζω χρέος μου ναποκριθώ τουλάχιστο με δυο λόγια. Καταντά γενικό ζήτημα. Ο κ. Ψυχάρη φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας». Λυπήθηκα πολύ, όταν είδα αφτή τη λέξη. Ας αφήσουμε τη γλώσσα του κ.

Ευτυχώς της μητρός και των αδελφών μου η ασθένεια ήτο εφήμερος μόνον συνέπεια του ψυχικού και σωματικού καμάτου των, και εντός ολίγων ημερών ηδυνήθησαν η μία μετά την άλλην ν' αφήσωσι την κλίνην. Ο πατήρ μου όμως δεν επέπρωτο ν' αναρρώση. Δεν γνωρίζω όποιον ήτο το πάθημά του.

Ουδείς όστις να μη ήτο πεπροικισμένος με εντελή ευρωστίαν θα ηδύνατο να επαρκέση εις τας βαρείας απαιτήσεις τοιούτου πολυμόχθου βίου, οίον περιγράφουσι τα Ευαγγέλια, υπέρ παν άλλο φαίνεται να είχε το δώρημα εκείνο του ευκόλου ύπνου, όστις είνε το φυσικόν αντίδοτον του καμάτου, και το άριστον δραστικόν προς καταπράυνσιν του κεκμηκότος πνεύματος.