Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Η δε Ιωάννα ανύψωνεν ενίοτε υγρά βλέμματα προς τον πατέρα κράζουσα «Πεινώ! ». Εν αρχή μεν ο φιλόστοργος γονεύς ανατείνων τους κατίσχνους βραχίονας εις ουρανόν απεκρίνετο ως η Μήδεια «Τας φλέβας μου θέλω ανοίξει, ίνα διά του αίματός μου σε χορτάσω». Αλλά βαθμηδόν τοσούτον εξήρανεν η πείνα τον λάρυγγα και την καρδίαν του, ώστε εις τους θρήνους της θυγατρός απεκρίνετο λακωνικώς «Πήδα».

Και πεσών εις τα γόνατα: — Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας. — Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν. — Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε. — Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την οικίαν όπου μένει η Λίγεια. — Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν.

Τι ανάγκη τους έχω; Όταν πεινώ εγώ, δεν μου δίδει κανείς να φάω. Εγώ κυτάζω τη δουλειά μου. — Δηλαδή το δερβισιλίκι; Τώρα καραγκιόζη δεν έχει. — Κάνω δουλειές του ποδαριού. — Ένας παλληκαράς σαν εσένα δεν μπορεί να μείνη έξω από την εκλογικήν κίνησιν. — Με ζητούν κι' από το ένα κόμμα κι' από το άλλο, αλλά δεν αποφασίζω. Φοβούμαι μη βρω κανένα μπελλά. — Φοβάσαι να μη σκοτώσης κανένα, αι;

Πού θα μ' αφήσης έρημη; Ούτε αδέρφια έχεις, ούτε κύρη να με περιμαζώξουνε κι' εγώ, σαν σε τελειώσουν, στην γης όταν κοκκαλωμένο σε ξαπλώσουν, η αρχοντογυναίκα 'γώ ζητειάνα θα γυρνώ και θα κρυώνω και θα πεινώ, πόρτα με πόρτα διακονεύοντας, 'πάνω στου δρόμου τα λιθόστρωτα τα γόνατά μου γδέρνοντας, 'γώ που σε στρώμα πουπουλένιο είχα το κορμί μου να ξαπλώνη, όπως ξέρεις, μαθημένο.

Κι όμως όλοι το τρώνε τριγύρω κι από μένα κρυφό το κρατούν· με κοιτούν όπου κάμω όπου γύρω, αν πεινώ κι εγώ λες και ρωτούν· και καθένας ωστόσο το ξέρει πως εγώ δεν απλώνω το χέρι. Πως το ξένο ψωμί δε γυρεύω, λεημοσύνη δε θέλω να βρω κι ό τι οι άλλοι κερδίσαν δεν κλέβω· το δικό μου ψωμί λαχταρώ, το ψωμί το γλυκό που χορταίνει, που μονάχος κάνεις το κερδαίνει.

Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.

Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ.

Όχι• δι'εμέ η Χίος, ο κόσμος όλος, ήτο κατ' εκείνην την στιγμήν του πλοίου μας το πλήρωμα• εκεί συνεκεντρούντο τα αισθήματά μου, εκεί περιωρίζετο η σκέψις μου. Αλλ' ότε το πλοίον επελαγοδρόμησε, τα δε παράλια της Χίου έμειναν μακράν όπισθεν ημών, και επήλθε τάξις τις και ησυχία επί του καταστρώματος, ενθυμήθην τότε ότι ήμην άσιτος και ησθάνθην ότι πεινώ. Δεν ήτο νέα δι' εμέ η τοιαύτη αίσθησις.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν