United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα.

Άκουσον, ω Πετεινέ, και τούτο. Να μη επαίρεσαι ούτε διά το στέμμα σου, ούτε διά την λαμπρότητα των πτερών σου· η ειμαρμένη είνε συνήθως τοσούτον ανεπιτηδεία και βιαστική, ώστε, αποσπώσα έν στέμμα από μίαν κεφαλήν, το αποσπά ενίοτε μαζύ με το δέρμα.

Ο Βινίκιος, αφού ηυχαρίστησε διά το περιδέραιον, επλησίασε τον Πετρώνιον. — Πώς να σου αποδείξω την ευγνωμοσύνην μου δι' ό,τι έπραξες προς χάριν μου σήμερον; — Είθε η τύχη να σε ευνοή! Αλλ' άκουσον: ιδού ότι ο Καίσαρ αναλαμβάνει την φόρμιγγα του. Κράτησε την αναπνοήν σου, άκουσε και χύσε δάκρυα. Πράγματι, ο Νέρων είχεν εγερθή με την φόρμιγγα ανά χείρας και με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.

Και πεσών εις τα γόνατα: — Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας. — Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν. — Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε. — Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την οικίαν όπου μένει η Λίγεια. — Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν.

Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον το αίτιον.

Και ο βασιλεύς της Κίνας της είπε· παρηγορήσου, ω κυρά, ότι οι δυστυχίες σου εφθασαν εις την ακμήν, και, δεν πρέπει να αμφιβάλλεις ότι η τύχη έως τέλους δεν θα μεταβληθεί και εις ευεργετικήν, και άκουσον τι λέγει ένας ποιητής μας. Οπόταν ένα πράγμα φθάνη εις την ακμήν της τελειότητος είνε σιμά εις την ακμήν της φθοράς.

Θέλω το λοιπόν εις ολίγα λόγια να σου διηγηθώ την ιστορίαν μου, και ύστερα από αυτό θέλομεν έμπει και εις το παλάτι της Μερχάνης, εις το οποίον θέλεις ιδεί πράγματα που να φρίξης· ως τόσον άκουσον την ιστορίαν μου.

Συ τότε, ω λαμπροτάτη Κόρη Διός, του κόσμου Μόνη παρηγορία, Την γην μου συ ενθυμήθηκες Ω Ελευθερία. Ήλθε η θεά· κατέβη Εις τα παραθαλάσσια Κλειστά της Χίου· τας χείρας Άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα Λέγει τοιάδε·Ωκεανέ, πατέρα Των χορών αθανάτων, Άκουσον την φωνήν μου, Και της ψυχής μου τέλεσον Τον μέγαν πόθον.

Ας είναι λοιπόν, ω βασιλέα, ακολούθησεν αυτή, μιλώντας με αυτόν· άκουσον, αν επιθυμής, να μάθης το ποία είμαι· η σκλάβα που εσύ αποφασίζεις εις θάνατον, είνε θυγατέρα του Σχατάμ Χαν βασιλέως της Περσίας· και τον ίδιον καιρόν του εδιηγήθη όλην την ιστορίαν, χωρίς να αφήση τίποτε· και ωσάν ετελείωσε την διήγησίν της, αύξησε περισσότερον τον θαυμασμόν του βασιλέως.

Μα τον Ηρακλή! απήντησεν ο Πετρώνιος, θα επιστρέψωμεν, εάν είναι ανάγκη, επί κεφαλής των λεγεώνων της Ασίας. — Ούτω θα πράξω! ανεφώνησεν ο Νέρων. Ο Πετρώνιος θα ήτο και πάλιν ο άνθρωπος των περιστάσεων. — Άκουσόν με, Καίσαρ! υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, η συμβουλή είνε κινδυνώδης.