United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσον, ω Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ να λάβω.

Δι' εμέ και δι' εκείνους τους οποίους αγαπώ, εύχομαι είς τινα μεν πράγματα ευτυχίαν, είς τινα δε αποτυχίαν, και προτιμώ βίον παρερχόμενον με τας εναλλαγάς ταύτας ή διαρκή ευτυχίαν. Τωόντι ποτέ δεν ήκουσα κανένα άνθρωπον, όστις ευτυχών κατά πάντα, να μη ετελείωσε τον βίον κακώς. Συ λοιπόν σήμερον, άκουσον και ακολούθησον την συμβουλήν ταύτην διά την παρούσαν ευτυχίαν σου.

Τότε εγώ εστάθηκα διά να την θεωρήσω, και αυτή καταλαμβάνοντας που την εκύτταζα, ετραβήχθη μέσα και έκλεισε το παραθύρι· εγώ, τετρωμένος από την ωραιότητά της, όλην εκείνην την ημέραν και την νύκτα δεν εστοχαζόμουν άλλο παρά αυτήν· και άκουσον τι μου επροξένησεν αυτή η αγάπη.

Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν. — Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει, παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της . . . Ο Τιγγελίνος και ο Χίλων μας παρατηρούν . . . Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον, την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν.

Ο στρατηλάτης πρέπει να έχη νουν, άρχων δε της πόλεως δύναται νάναι μόνος ο συνετός ανήρ. ΧΟΡΟΣ Μέγα κακόν η μεταξύ αδελφών έρις και λογομαχία. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Άκουσον τώρα και εμέ να σοι είπω συντόμως δυσαρέστους αληθείας, χωρίς να σε προσβλέπω με βλέμμα εξ ίσου επηρμένον και αναιδές, αλλά πολύ μετριοπαθέστερον, διότι είσαι αδελφός μου, ο δε χρηστός ανήρ ευλαβώς πάντοτε φέρεται.

Άκουσον, κόρη. Έχε υπομονήν. Θέλω να σοι είπω τα πάντα, πίστευσόν με. Και όχι μόνον θέλω, αλλ' οφείλω να σοι τα είπω. Διότι η ιστορία αύτη σοι ανήκει, είνε ιδιοκτησία σου, και εγώ είμαι θεματοφύλαξ αυτής. Είσαι ισχυρά εν τω δικαίω σου, και δεν πρέπει να καταχράσαι. Θα σοι τα είπω τάχιστα. Μη αδημονής. — Αλλά πότε; είπεν η Αϊμά. Προσδιόρισε πότε θα μοι το είπης. — Μετ' ολίγας ημέρας.

Εξ αυτής της σιωπής σου, εξ αυτών των στεναγμών σου ελέγχεσαι ομολογών την αλήθειαν. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ιδού σιωπώ. Τι το όφελος να προσθέσω διά ψεύδους και αναισχυντίαν εις τας άλλας συμφοράς; ΚλΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Άκουσον λοιπόν, θα σοι ομιλήσω απροκαλύπτως τώρα και άνευ αινιγματωδών και πλαγίων περιφράσεων.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Όσον διά σε, αγαπητή μου σύζυγε, άκουσον και πράξον ό,τι θα σου είπω. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Είπε, τι θέλεις; Γνωρίζεις ότι πάντοτε σου είμαι ευπειθής. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εγώ και η Ιφιγένεια θα μείνωμεν εδώ, όπου και ο Αχιλλεύς. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και χωρίς εμού της μητρός πως είναι δυνατόν να πράξητε ό,τι εις εμέ μόνην την μητέρα αρμόζει να πράξω ;

Ο Αμπτούλ ευθύς έμεινεν εκστατικός εις την μεταβολήν της, και άρχισε να την ερωτά με γλυκά λόγια τι της συνέβη έτσι έξαφνα, και τι είνε η αιτία αυτής της μεταβολής; Κύριε, απεκρίθη η βεζυροπούλα, η αιτία της μεταβολής μου είνε πολλά μεγάλη· και άκουσον να σου την διηγηθώ· επειδή και αποφάσισα να λύσω την σιωπήν, και να σου φανερώσω τον δόλον.

Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα». «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει, ο βασιλεύς του κάλλους σου· ότι αυτός έστιν ο κύριός σου».