United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην. — Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος. — Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης, την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται.

Εβάδισαν επί τινα χρόνον σιωπηλοί, μεθ' ό ο Χίλων είπεν: — Εγώ δεν θα προδώσω τίποτε, αλλά πρόσεχε τους διανυκτερεύοντας φρουρούς. — Τον Χριστόν φοβούμαι και όχι τους διανυκτερεύοντας, απεκρίθη ο Ούρσος. Ο Χίλων, όστις ήθελε να εξασφαλισθή κατά πάσης λυπηράς συνεπείας, δεν έπαυσε να παριστά εις τον Ούρσον ότι ο φόνος είνε απαισία πράξις. Συνομιλούντες τοιουτοτρόπως έφθασαν προ της οικίας.

Ο Χίλων επλανάτο, μη γνωρίζων προς ποίον μέρος να στρέψη τα βήματά του. Προσέκρουεν επί ημικαύστων πτωμάτων, παρέσυρε δαυλούς, οίτινες τον περιεκάλυπτον με απειλητικόν νέφος σπινθήρων και ενίοτε εκάθητο και παρετήρει γύρω του με χαύνα βλέμματα. Τέλος εξήλθεν εκ της σκιάς και ωθούμενος υπό ακαταμαχήτου δυνάμεως, εβάδισε προς την κρήνην, όπου ο Γλαύκος είχεν εκπνεύσει. Μία χειρ έψαυσε τον ώμον του.

Αίφνης η νυκτερινή αύρα απεμάκρυνε τον καπνόν, απεκάλυψε κεφαλήν γέροντος με ψαρόν γένειον. Εις την θέαν ταύτην, ο Χίλων συνεταράχθη και συνεσφίχθη ως όφις πληγείς, και από το στόμα του έφυγε κραυγή ομοία μάλλον προς κρωγμόν κόρακος ή με φωνήν ανθρωπίνην. — Ο Γλαύκος! ο Γλαύκος! Από του ύψους του καιομένου πασσάλου, ο ιατρός Γλαύκος προσέβλεπε.

Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . . — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος! — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!

Ο Χίλων ησθάνθη μετ' ολίγον την δρόσον να τον διαπερά· ύστερον ηγέρθη και διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς την κατοικίαν του, εις την Σουβούρην, όπου τον ανέμενεν η δούλη, η αγορασθείσα διά των χρημάτων του Βινικίου. Εκεί συρθείς μέχρι του κοιτώνος του, ερρίφθη επί της στρωμνής και εκοιμήθη.

Οι δρομείς είχον καθαρίσει τον δρόμον, και οι Αιγύπτιοι έμελλον να εξακολουθήσουν την πορείαν των, οπότε ο νεαρός τριβούνος, όστις εν ριπή οφθαλμού είχε κατανοήσει τόσα πράγματα, μέχρι της χθες ακόμη ακατάληπτα δι' αυτόν, επλησίασε το φορείον και είπε «χαίρειν σοι, ω Χίλων».

Τίμα τους φιλοσόφους, σου λέγω, άλλως δε θα αλλάξω ταβέρναν, όπως με συμβουλεύει προ πολλού ο αρχαίος φίλος Πετρώνιος. Επί τινας ημέρας μετά ταύτα ο Χίλων ουδαμού εφαίνετο.

Από τούτους τους σοφούς ήτο και ο Θαλής ο Μιλήσιος, και ο Πιττακός, ο Μιτυληναίος, και ο Βίας ο Πριηνεύς και ο ιδικός μας ο Σόλων και ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος και ο Μύσων ο Χηνεύς και έβδομος μεταξύ τούτων ελέγετο ο Λακεδαιμόνιος Χίλων.

Ποία είνε η πατρίς σου, Χίλων; — Κατάγομαι από τας δυτικάς χώρας του Ευξείνου πόντου, αυθέντα. — Είσαι μέγας, Χίλων! — Είμαι φιλόσοφος, αλλ' η αρετή και η σοφία τόσον ολίγον εκτιμώνται σήμερον ώστε και ο φιλόσοφος αναγκάζεται να ζητήση άλλους πόρους ζωής. — Ποίοι είναι οι πόροι σου; — Να μανθάνω όλα τα συμβαίνοντα και να παρέχω τας πληροφορίας μου εις τους έχοντας ανάγκην αυτών.