United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα απεσύρθησαν. Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου.

Πώς πηγαίνουν τα οιδήματα τα οποία σου επροξένησεν ο θείος Οδυσσεύς υπό τα τείχη της Τροίας, και τι κάμνει ο ίδιος εις τα Ηλύσια πεδία; — Ευγενή αυθέντα, απήντησεν ο Χίλων Χιλωνίδης, ο σοφώτατος των νεκρών, ο Οδυσσεύς πέμπει δι' εμού εις τον Πετρώνιον, τον σοφώτατον μεταξύ των ζώντων, ένα χαιρετισμόν και την παράκλησιν όπως καλυφθώσιν αι ουλαί των κτυπημάτων μου διά καινουργούς μανδύου.

Ο Χίλων διεκόπη εις τας σκέψεις του από τον Κουάρτον, όστις επέστρεψε μετ' ολίγον συνοδευόμενος από άνθρωπον, φέροντα μόνον ένα από τους χιτώνας εκείνους των εργατών, οίτινες άφιναν γυμνόν τον δεξιόν βραχίονα καθώς και την δεξιάν πλευράν του στήθους. Εις την θέαν του νεωστί ελθόντος ο Χίλων εστέναξεν εξ ευχαριστήσεως. Ποτέ δεν είχεν ιδή τοιούτον βραχίονα ούτε τοιούτο στήθος.

Ο Χίλων εμάντευσεν ευθύς, ότι ο Βινίκιος ωμίλει τοιουτοτρόπως, διότι θα είχε συνεννοηθή με τους χριστιανούς και επομένως ήθελε να τον πιστεύσουν. Το είδε επίσης εις την φυσιογνωμίαν του Βινικίου· πάραυτα χωρίς να δείξη την ελαχίστην αμφιβολίαν ή την παραμικράν έκπληξιν ανέκραξεν: — Α! ήτο διάσημος παληάνθρωπος!

Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν, να την απαγάγη . . . . Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων εψιθύρισεν.

Τέλος, αφού έλαβε μεθ' εαυτού τον Χίλωνα, αμφότεροι επέβησαν ημιόνων, τους οποίους επρομήθευσεν εις αυτούς ο Μακρίνος και έφυγον διά της συντομωτέρας οδού, ίνα φθάσουν το ταχύτερον εκεί. Ο Βινίκιος επτέρνιζε τον ημίονόν του λέγων: — Φλέγεται, φλέγεται η πόλις! και μετ' ολίγον το τελευταίον λείψανόν της θα εκλίπη από προσώπου της γης. Ο Χίλων τον ηκολούθει κατά πόδας μονολογών.

Αι φλόγες ανεπήδησαν αιφνιδίως, περιέβαλον το στήθος και το πρόσωπον του Γλαύκου, εξηπλώθησαν εις τον μύρτινον στέφανον επί της κεφαλής του και κατέφαγον τας ταινίας εις το ύψος του ιστού, όστις ανεφλέγη ολόκληρος, αναδίδων μεγάλην λάμψιν. Αλλ' ο Χίλων ηνωρθώθη με πρόσωπον τόσον ηλλοιωμένον, ώστε οι αυγουστιανοί ενόμισαν ότι έβλεπον προ αυτών άλλον άνθρωπον.

Τους είδα. υιέ της Αφροδίτης· είδα την παρθένον, τον αγαθόν Λιγειέα, τον άγιον Λίνον και τον απόστολον Πέτρον. — Προ της πυρκαϊάς; — Προ της πυρκαϊάς, ναι! Αλλ' εν τη ψυχή του Βινικίου εγεννήθη μία υποψία. Ο Χίλων ίσως εψεύδετο. Σταματήσας τον ημίονον ετόξευσε κατά του γηραιού Έλληνος βλέμμα απειλητικόν. — Τι έκαμες εκεί; Ο Χίλων εταράχθη.

Ο Χίλων εξήτασε το πρόσωπον του εργάτου, το οποίον με όλην την έκφρασιν την ολίγον σκληράν και μελαγχολικήν, την συχνά απαντώσαν παρά τοις βαρβάροις, όσοι κατώκουν εν Ρώμη, τω εφάνη ότι αντηνάκλα την αγαθότητα και την ειλικρίνειαν.

Την επομένην πρωίαν, μόλις ο Βινίκιος είχε συμπληρώσει την ανάγνωσιν της επιστολής του Πετρωνίου, ο Χίλων εισήγετο εις την βιβλιοθήκην του Βινικίου χωρίς να αναγγελθή, διότι οι υπηρέται είχον διαταχθή να τον αφήσουν να εισέλθη εις οιανδήποτε ώραν της ημέρας ή της νυκτός.