Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Και εκάλεσε τον επιστάτην. Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον κάτωχρον. — Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων . . . Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν . . . Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος! Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν.

Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν. — Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει, παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της . . . Ο Τιγγελίνος και ο Χίλων μας παρατηρούν . . . Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον, την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν.

Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ; — Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας. — Ω, κύριε! Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να ησθάνετο ότι παρεφρόνει. — Συγχώρησιν! Δι' εμέ! . . . Συγχώρησιν! . . . — Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε. — Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων.

Οι δούλοι σου, αυθέντα, την μετέφερον από το ανάκτορον του Καίσαρος εις την οικίαν σου. Αισθάνομαι την δύναμιν να την ανακαλύψω εις την πόλιν, ή, αν κατέλιπε την πόλιν, όπερ απίθανον, να σου υποδείξω, ευγενή τριβούνε, πού εύρε καταφύγιον. — Καλά, είπεν ο Βινίκιος, εις τον οποίον ήρεσεν η σαφήνεια της απαντήσεως. Και ποια μέσα έχεις; Ο Χίλων εμειδίασε πανούργως.

Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν, αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το ιδικόν του σώμα. Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν φρικώδη και σπαρακτικήν: — Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με.

Πρέπει να κάμω καλλιτέραν γνωριμίαν με αυτόν τον στωικόν, αλλ' εν τω μεταξύ θα διατάξω να απολυμάνουν το άτριον. Ο Χίλων Χιλωνίδης έπαιζεν εις την χείρα του υπό τας πτυχάς του μανδύου του το βαλάντιον το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, εθαύμαζε δε το βάρος του και ευαρέστως ήκουε τον ήχον του.

Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του Ουιμεναλίου λόφου.

Ο θρασύδειλος Χίλων, εν ριπή οφθαλμού, αντιληφθείς ότι, φερόμενος ούτως απερισκέπτως, δεν θα εσώζετο από τας χείρας του Βινικίου, ανέκραξεν εν σπουδή: — Θα την ζητήσω, δέσποτα, και θα την εύρω, δεν είπα ότι παραιτούμαι από του να ζητήσω την κόρην· ήθελα μόνον να σου αποδείξω ότι τα διαβήματά μου ταύτα συνεπιφέρουσι σήμερον μέγαν κίνδυνον δι' εμέ.

Του εφάνη μόνον ότι το αίμα εφούσκωνεν ως πλήμμυρα ανερχομένη, και έμελλε να εκχειλίση από τον περίβολον του φονικού θεάτρου και να καταπλημμυρήση την Ρώμην ολόκληρον. Δεν ήκουε πλέον ούτε τας ωρυγάς των κυνών, ούτε τας φωνάς των αυγουστιανών, οίτινες αίφνης έκραξαν: — Ο Χίλων ελιποθύμησε! Ούτος τω όντι, λευκός ως σινδών, εκάθητο με υπτίαν την κεφαλήν, με το στόμα χάσκον και εφαίνετο ως νεκρός.

Τι επάγγελμα έχει; — Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη. Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα. Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν συνάμα και γελοίον.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν