Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Διήλθον τα ερείπια του τείχους Σερείου Τουλλίου και δι' ερημικών οδών έφθασαν εις την οδόν Νομεντάνης. Τότε κάμψαντες αριστερά προς την Σαλαρίαν ευρέθησαν εν μέσω λόφων γεμάτων από αμμωρυχεία με κοιμητήρια εδώ και εκεί. Ήτο ήδη νυξ, η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, δυσκόλως θα εύρισκον τον δρόμον των, εάν καθώς είχε προΐδει ο Χίλων, αυτοί οι χριστιανοί δεν τους τον εδείκνυον.
Ο Χίλων έδειξε τέλος εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου κισσοφυούς. — Εκεί, αυθέντα. — Καλά, είπεν ο Βινίκιος.
Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς νέος, ο υιός τον ίσως. «Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι έκλιναν τα γόνατα.
Ο Χίλων όμως δεν ηδύνατο να τω αναγγείλη πολλά πράγματα άξια λόγου. Του είπε μόνον ότι έμαθε παρά των χριστιανών ότι είς μέγας νομοθέτης, κάποιος Παύλος Ταρσεύς, ευρίσκεται εις Ρώμην, φυλακισμένος συνεπεία καταγγελίας γενομένης υπό των Ιουδαίων, και απεφάσισε να τον γνωρίση.
— Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων. — Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το Οστριανόν. Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου του φιλοσόφου.
— Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον τούτον και δι' αυτό τους μισώ. — Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών; — Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε; — Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν. — Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ! — Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα. — Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού.
— Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ; — Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του.
Αλλ' εάν εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της πόλεως. Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε: — Θα λησμονήσω. Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε: — Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!
— Εάν ο ιχθύς είναι το χριστιανικόν σύμβολον, όπερ μου φαίνεται αναντίρρητον, και αν αυταί είναι χριστιαναί, τότε, μα την Περσεφόνην, οι χριστιανοί δεν είναι οποίοι τους φανταζόμεθα. — Ομιλείς όπως ο Σωκράτης, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. — Μήπως από τον ενάρετον εκείνον άνδρα έμαθες τι σημαίνει ιχθύς; — Φευ! όχι, αυθέντα!
— Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν