Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Είμαι η αδελφή Καρμήλη, είπε, και έλαβον ευχήν από την ηγουμένην να αντικαταστήσω τακτικώς την αδελφήν Σιξτίναν εις την διακονίαν ταύτην. Η Αϊμά υπεκλίθη. — Τούτο εφρόντισεν η ηγουμένη διά την σωτηρίαν σου, διά να μη αμαρτήσης. Τα βιβλία λέγουν· &βαριτάτεμ δίξιτ λίγγουα μέα&. — Και η αδελφή Σιξτίνα; ηρώτησε μετά λύπης η Αϊμά. — Δεν θα έλθη πλέον, απήντησεν η Καρμήλη.

Έπειτα ο Τριστάνος. Κρατούσε σ' το ένα του χέρι το ξύλινο τόξο του και στο άλλο δυο μακρυές μπούκλες ανδρός. Έβγαλε την κάπα, και φάνηκε το ωραίο του σώμα. Υπεκλίθη η Ιζόλδη η Ξανθή για να τον χαιρετίση, και καθώς σηκωνότανε, με το κεφάλι στραμμένο απάνω του, βλέπει τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν, ριγμένη στο παραπέτασμα.

Αλλ' εάν εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της πόλεως. Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε: — Θα λησμονήσω. Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε: — Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!

Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή·Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε·Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;

Τότε η Ιζόλδη υπεκλίθη μπρος σ' τον πατέρα της, και είπε: « Βασιληά, υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος, που ισχυρίζεται ότι μπορεί ν' αποδείξη τον αυλάρχη σας ψεύτη και άπιστο.

Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ’ ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείση, ότι ημείς είμεθα οι ζητούμενοι.

Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Επαφρόδιτος, απελεύθερος του Καίσαρος. Ήρχετο να αναγγείλη εις τον Τιγγελίνον ότι η θεία Αυγούστα επεθύμει να τον ίδη: αύτη είχε πλησίον της ανθρώπους, τους οποίους ο στρατηγός έπρεπε να ακούση. Ο Τιγγελίνος υπεκλίθη προ του Καίσαρος και εξήλθεν αναθαρρήσας. Ο Νέρων κατ' αρχάς έμεινε σιωπηλός.

Ο μικρός Άουλος έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και με ροδαλάς παρειάς. Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον να την χαιρετήσωσιν.

Εθυσίασεν όλην την περιουσίαν του διά να με λυτρώση εκ της δουλείας, χωρίς να με γνωρίζη. Είθε ο Κύριος ημών ο Λυτρωτής να του παρασκευάση εις αντάλλαγμα ουρανίαν αμοιβήν! Ο γιγαντόσωμος εργάτης ακούσας τας λέξεις ταύτας, υπεκλίθη και ησπάσθη την χείρα του Χίλωνος. — Πώς ονομάζεσαι, αδελφέ μου; ηρώτησεν ο Έλλην. — Πάτερ, εις το άγιον βάπτισμα έλαβον το όνομα Ουρβανός.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν