United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν το εξής θέλει να μας επιβάλη ο λόγος μας, δηλαδή λέγει ότι μία πόλις μη έχουσα μερίδιον από αυτά δεν είναι δυνατόν να πολιτευθή καλώς. Βεβαίως πώς είναι δυνατόν; Αφού λοιπόν το μεν έν ησπάσθη την μοναρχίαν, το δε άλλο την ελευθερίαν περισσότερον από όσον έπρεπε, κανέν από τα δύο δεν κατέχει τα μέτρια από αυτάς.

Ηπόρησε πώς ετόλμησα να αψηφήσω τους κινδύνους του επιχειρήματος και με παρεκίνησε να παραιτηθώ αυτού και να επιστρέψω όθεν ήλθα, ανύψωσε δε τους ώμους μειδιών, ότε απεκρίθην ότι η απόφασίς μου είναι σταθερά και δεν δύναμαι να μεταβάλω γνώμην. Ηγέρθην και τον απεχαιρέτησα. Μου έδωκε την ευχήν του, με ησπάσθη και με ωδήγησεν εις την θύραν.

Το πολιτικόν αξίωμα, το οποίον καθ' όλην την διάρκειαν του βίου του σταθερώς ησπάσθη, ήτο ότι ο αγαθός πολίτης πρέπει να λέγη και να πράττη μόνον τα χρηστά και τα δίκαια . Τοιουτοτρόπως δε ηξιώθη της θείας επωνυμίας του Δικαίου . Διηγούνται ότι ενήγαγε ποτέ τινα ενώπιον του δικαστηρίου.

Ο Νικίας ησπάσθη το σχέδιον τούτο· αλλ' ότε ηθέλησαν να πληρώσουν τα πλοία, οι ναύται, κατάπληκτοι ακόμη διά την ήτταν, και μη ελπίζοντες πλέον να υπερτερήσουν, ηρνήθησαν να εισέλθουν. Και οι μεν Αθηναίοι συνεφώνησαν όλοι να αναχωρήσουν διά ξηράς.

Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα, και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του. Ήδη ενύκτωνε, και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός.

Και την πρωίαν εκείνην, κατά την συνήθειάν της η Αρφανούλα, πριν μεταβή εις το εργοστάσιον, διερχομένη, εμβήκεν εις την Καπνικαρέαν, κ' ελαφρά-ελαφρά, ως πτηνόν βηματίζουσα, με την ελαιόχρουν κοντήν μπερτίτσαν της και με το εκ μαύρου ψιαθίου καπελάκι της, ήναψε κηρίον εις το εικονοστάσιον, ησπάσθη ευλαβώς την εικόνα της Θεοτόκου και ρίψασα βιαστικά βλέμματα προς το βάθος όπου ετελείτο η θεία Μυσταγωγία, έκαμε πεντέξ σταυρούς ακόμη, βιαστικά, κ' εξήλθε πάλιν, ελαφρά-ελαφρά βηματίζουσα ως πτηνόν, η Αρφανούλα με την κοντήν μπερτίτσαν της, κατευθυνομένη με σπουδήν, προς την οδόν Ερμού, εις το εργοστάσιον, ως πτηνόν κυνηγημένον.

Ημέραν όμως τινά, αφού ηρώτησε την τιμήν των αργυρών σκευών διά το τζάι, τα οποία της είχα προσφέρη διά την εορτήν της, ανέκραξε μετά τινος μελαγχολίας. — Κρίμα τα τόσα χρήματα. Με αυτάς τας εξακοσίας δραχμάς θα έκαμνα ένα φόρεμα από βελούδον. — Κάμε, απεκρίθην, και το φόρεμα. Επήδησεν από την χαράν της, με ησπάσθη και εις τας δυο παρειάς και έτρεξε να το παραγγείλη.

Τούτο μόνον είνε γνωστόν, ότι κατά το μεσημέρι, ενώ ο Σαϊτονικολής εγευμάτιζεν, είδεν εισερχόμενον τον αποστάτην, ταπεινόν και συνεσταλμένον. — Επέρασέ σου; του είπε μειδιών. Καλά τώλεγα 'γώ. — Συμπάθησέ μ' αφέντη, είπεν ο Μανώλης με ήθος οσίου και σκύψας ησπάσθη το πατρικόν χέρι. Όποια θες θα πάρω. — Εκείνη που θέλω εγώ τήνε κατέχεις. Τήνε λένε Πηγή.

Άμα ο Αλκιβιάδης εκάθησε, ησπάσθη τον Αγάθωνα και περιέβαλε την κεφαλήν αυτού με τας ταινίας. Τούτων γενομένων, — Παιδιά, είπεν ο Αγάθων προς τους δούλους, λύσατε τα υποδήματα του Αλκιβιάδου διά να κατακλιθή εδώ μεταξύ των δύο. — Ευχαρίστως, είπεν ο Αλκιβιάδης· αλλά ποίος είνε ο τρίτος συμπότης μας;

Αλλά τότε ο Μάχτος τω απήντησεν: «Ας κοιμηθή καλλίτερα! Πόσον θα υπέφερεν η δυστυχής! » Εν τούτοις ο Θευδάς έμεινε, στηριχθείς όρθιος επί της παραστάδος της θύρας. Ο Μάχτος αδιαφορών αν ήτο αυτός παρών, προέβη προς το μέρος όπου έκειτο η Αϊμά, και εγονυπέτησε πλησίον αυτής. Έλαβε την χείρα αυτής κοιμωμένης και την ησπάσθη μετά σεβασμού.