Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Αλλ' αν όχι τίποτε άλλο, ω θαυμάσιε, τουλάχιστον άφησε τον Αγάθωνα να κατακλιθή μεταξύ των δύο. — Αλλ' αυτό είναι αδύνατον, είπεν ο Σωκράτης. Διότι αφού συ έκαμες τον έπαινόν μου, πρέπει κ' εγώ να επαινέσω τον προς τα δεξιά μου. Αλλ' εάν ο Αγάθων κατακλιθή έπειτα από σε, δεν θα μ' επαινέση βέβαια και πάλιν, πριν αυτός μάλλον υπ' εμού επαινεθή.
Έκαμε τον μέγαν Καίσαρα να κατακλιθή με το ξίφος, εκαρποφόρησε δε ο υπ' αυτού καλλιεργηθείς αγρός. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ημέραν τινά την είδον να πηδά τεσσαρακοντάκις με ένα πόδι επί της δημοσίας οδού. Απολέσασα δε την αναπνοήν ωμίλει και ήσθμαινε ούτως, ώστε και αύτη η πάθησις μετεβάλλετο εις χάριν, και άνευ πνοής ακόμη ανέδιδε ζωήν. ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τώρα ο Αντώνιος πρέπει να την αφήση εντελώς.
Συγχρόνως δε εστράφη και είδε τον Σωκράτη, αλλά μόλις τον είδε ανεπήδησε και είπε: — Ω Ηράκλεις! τι είνε τούτο; Ο Σωκράτης είνε αυτός; Ενεδρεύων με λοιπόν και πάλιν είχες κατακλιθή εδώ, διά να παρουσιασθής έξαφνα, κατά την συνήθειάν σου, εκεί όπου εγώ κάθε άλλο παρά ότι θα είσαι και συ εφανταζόμην; Και τόρα τι ήλθες να κάμης εδώ; Και διατί ακόμη κατεκλίθης εδώ και όχι κοντά εις τον Αριστοφάνη ή κανένα άλλον, αν υπάρχη, ευθυμολόγον ή αρεσκόμενον εις τα αστεία, αλλά τα κατάφερες να ευρίσκεσαι κοντά εις τον ωραιότερον από τους εδώ μέσα;
Μετανοεί μάλιστα ο Βάγκος διά τας προς τα δαιμόνια ερωτήσεις του, διότι ναι μεν αι προφητείαι των ουδαμώς ισχύουσιν επί της καρδίας του, αλλ' όμως ταράττουσι τον νουν και ανησυχούσι τον ύπνον του. Έξυπνος δεν φοβείται, αλλά την νύκτα κοιμώμενος δεν είναι τις κύριος εαυτού. Όθεν προσεύχεται πριν ή κατακλιθή.
Όταν δε ήτο καιρός ν' αρχίση το δείπνον, πρώτα εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι εις το τραπέζι.
Αλλ' αίφνης εκάρφωσε τους πόδας μου εις το έδαφος η σκέψις ότι, αν την εξύπνιζα, θα διεδέχετο το γλυκύ εκείνο μειδίαμα μορφασμός δυσαρεσκείας, έν χάσμημα, έν ουφ! και έν γύρισμα της πλάτης. Ουδέ θα ήτο όλως αδικαιολόγητος η τοιαύτη υποδοχή, αφού μόλις προ μιας ώρας είχε κατακλιθή και διεφαίνετο ήδη διά των χαραμίδων του παραθύρου το θολόν φως χειμερινής πρωίας.
Ο κατοπτευτής εφάνη ότι ευχαριστήθη εκ της ανακαλύψεως ταύτης, και ρίψας τελευταίον βλέμμα εις το τείχος, ως διά να σημειώση καλώς την θέσιν της ορσοθύρας, απεμακρύνθη. Ο ψευδής Μάχτος. Ήτο μικρόν προ του μεσονυκτίου, και η Αϊμά είχεν αρτίως κατακλιθή. Την εσπέραν εκείνην είχε φαιδράς ελπίδας.
Άμα ο Αλκιβιάδης εκάθησε, ησπάσθη τον Αγάθωνα και περιέβαλε την κεφαλήν αυτού με τας ταινίας. Τούτων γενομένων, — Παιδιά, είπεν ο Αγάθων προς τους δούλους, λύσατε τα υποδήματα του Αλκιβιάδου διά να κατακλιθή εδώ μεταξύ των δύο. — Ευχαρίστως, είπεν ο Αλκιβιάδης· αλλά ποίος είνε ο τρίτος συμπότης μας;
Πριν κατακλιθή, ο παπά-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπ' Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθόσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, τα υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού, εις το Κάστρον.
Οι τρεις Γύφτοι είχον κατακλιθή ήδη, ομοίως και η γραία και η Αϊμά. Αίφνης κρότος ηκούσθη εις την θύραν της καλύβης. Ο Πρωτόγυφτος δεν είχεν αποκοιμηθή και ηγέρθη μετά μεγίστης προθυμίας. Έσπευσε ν' ανοίξη την θύραν. — Ποίος είνε, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος. Ο Γέρος δεν απήντησε και ήνοιξε την θύραν χωρίς ν' ανησυχήση. Ουδ' ερώτησίν τινα απηύθυνε προς τον κρούοντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν